You are currently browsing the category archive for the ‘Πολιτισμός’ category.

Ψάχνοντας στοιχεία για τη ζωή του Βαγγέλη Λιάρου δύσκολα θα τα βρει λιαρος1κανείς. Δεν είναι λοιπόν εύκολο να μπορέσει κάποιος να συνθέσει το πορτρέτο του. Το μόνο που καταφέρνει να βρει εδώ και τριάντα χρόνια, είναι δυο-τρεις παλιές φωτογραφίες του, λίγα μικρά εισαγωγικά του κείμενα σε δίσκους και ορισμένες δημόσιες μαρτυρίες των συνεργατών του –πολύ καλά μελετημένες, ώστε να μην αφήνουν καμία “προσωπική” πληροφορία. Έτσι, το φως πέφτει αποκλειστικά στον Άλκη Αλκαίο, δηλαδή στο έργο του. Εκεί που οφείλει να πέφτει.

Γεννημένος κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα και πολιτογραφημένος Παργινός, ήταν η ανακάλυψη του Θάνου Μικρούτσικου, το 1977, όταν και διάβασε ένα ποίημά του στην εφημερίδα “Ριζοσπάστης”. Εδώ ξεκινά και το σπουδαίο έργο του Αλκαίου που θα μπορούσαμε, σύμφωνα με ένα άρθρο του Σπύρου Αραβανή στο περιοδικό “Δίφωνο”, να το χωρίσουμε σε τρείς περιόδους:

Ο Άλκης Αλκαίος στο πιάνο μαζί με το Θ. Μικρούτσικο και το Βλ. Μπονάτσο, κατά την ηχογράφηση του “Εμπάργκο”

Ο Άλκης Αλκαίος στο πιάνο μαζί με το Θ. Μικρούτσικο και το Βλ. Μπονάτσο, κατά την ηχογράφηση του “Εμπάργκο”

 Η γνωριμία με το Μικρούτσικο έφερε την πρώτη τους συνεργασία, το 1978 στα Τραγούδια της Λευτεριάς, δίνοντας με το τραγούδι “Φλεβάρης 1848” το ισχυρό διεθνιστικό του στίγμα, τις αριστερές του καταβολές και την επιρροή του από τα επικά οράματα ποιητών, όπως ο Πάβλο Νερούδα. Τα στοιχεία αυτά θα αποτελέσουν τη βάση για τον πρώτο δίσκο που υπογράφει όλους τους στίχους, τον δίσκο “Εμπάργκο”, το 1982. Ο Αλκαίος αποκτά αμέσως ταυτότητα, ξεχωρίζοντας από τους υπόλοιπους πολιτικοποιημένους στιχουργούς στο ότι γράφει και ως πολίτης του κόσμου, ως εκφραστής της παγκόσμιας ελευθερίας με ένα θεωρητικό μαρξιστικό υπόβαθρο.

Η δεύτερη περίοδος ξεκινά με το κοσμοτραγουδισμένο “Πρωινό τσιγάρο” (αφιερωμένο στο Μάνο Λοΐζο), που μελοποιεί ο Νότης Μαυρουδής, το 1984, και ολοκληρώνεται το 1999 με το δίσκο “Εντελβάις”, τον τρίτο δίσκο που υπογράφει όλους τους στίχους, με συνθέτη το Μάριο Τόκα. Μέσα σε αυτά τα 15 χρόνια, ο λόγος του Αλκαίου αποκτά μια στιχουργική τεχνική, η οποία ακροβατεί ανάμεσα στο κυριολεκτικό και στο υπερρεαλιστικό. Ο στίχος του “Πατησίων και Παραμυθιού γωνία” περιγράφει ακριβώς αυτό το πνεύμα. Έτσι, τόσο στο δίσκο “Η αγάπη είναι ζάλη” (1986), όσο και στη δεύτερη προσωπική του δουλειά “Όσο κρατάει ένας καφές” (1989), εκφράζει έναν πιο καθημερινό λόγο, και κυρίως απευθύνεται πιο άμεσα στο άλλο πρόσωπο. Αποκτά ο στίχος του μια ποιητική λαϊκότητα και αφαιρεί σκέψεις προσθέτοντας εικόνες.

Με την πρώτη του συνεργασία με τον Σωκράτη Μάλαμα το ’98, στο δίσκο “13.000 μέρες”, αρχίζει σιγά-σιγά να μας αποκαλύπτει και μια ακόμα στιχουργική του έκφανση, η οποία χαρακτηρίζει την τρίτη περίοδο της πορείας του, τα τελευταία δέκα χρόνια: αυτή του ποιητή που πατά πάνω στη δημοτική μας παράδοση. Στην τρίτη, λοιπόν, φάση της στιχουργικής του πορείας ο Άλκης Αλκαίος φαίνεται σαν να προσπαθεί να αφαιρέσει κάθε προσωπικό ίχνος από τα τραγούδια του, να περιορίσει τις κοινωνικές του αιχμές και να αφεθεί στο δημοτικό μας λόγο.

Παρ’ όλο το σπουδαίο του έργο ο δημιουργός είναι αποτραβηγμένος από τα ΜΜΕ και τις δημόσιες εμφανίσεις. Θεωρείται από τους σημαντικότερους ποιητές του ελληνικού τραγουδιού δείχνοντας εξαρχής ένα υψηλό επίπεδο γραφής. Εδώ αξίζει να αναφερθούμε σε μια δική του επιστολή προς το Δ.Σ. του Συλλόγου των Παργινών της Αθήνας στις 15/01/12, όπου αναφέρει το πώς ξεκίνησε: «… Ήταν αρχές του 1967, όταν ο αείμνηστος Αλέξανδρος Μπάγκας, Δήμαρχος Πάργας, με παρουσίασε, μαθητή ακόμα στο γυμνάσιο Πάργας, ως δημιουργό με τα πιο ενθουσιώδη λόγια, στο κατάμεστο χειμωνιάτικο σινεμά, στου “Καρύδη”. Θερμοί συμπαραστάτες ήταν οι αείμνηστοι Νίκος Τσάκας, Πέτρος Γιούργας και ο τότε Νομάρχης Πρεβέζης Θεόδωρος Βγενόπουλος. Θέμα της διάλεξης ήταν ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης και αφορμή η άρνηση των θρησκευτικών αρχών στην Πρέβεζα να τελέσουν μνημόσυνο για έναν αυτόχειρα. Η διάλεξη αυτή έγινε βιβλίο. Και θυμάμαι πόση συγκίνηση ένοιωσα όταν έλαβα ένα γράμμα από το Θάνο Καρυωτάκη, αδελφό του ποιητή, με ύμνους για το βιβλίο. Έτσι ξεκίνησα. Με ένα πεζό για έναν ποιητή. Υπό την αιγίδα του Δήμου Πάργας

Ο Άλκης Αλκαίος τελείωσε το γυμνάσιο Πάργας και συνέχισε στη Νομική Αθηνών. Έντονα πολιτικοποιημένο άτομο με αριστερή δράση, δεν άργησε να βρεθεί στα κρατητήρια της χούντας. Όμως όλη αυτή η ταλαιπωρία του άφησε από τη μία ένα αδύναμο σώμα, αλλά από την άλλη ένα πιο δυναμωμένο πνεύμα, ώστε μαζί με το μεγάλο του ταλέντο και με ακόμη μεγαλύτερη δύναμη ψυχής να δημιουργεί και να κάνει με το έργο του την Ελλάδα ακόμη πιο πλούσια.

Κ. Κάραλης, Μ. Δημητριάδη, Αλκης Αλκαίος, Θ. Μικρούτσικος, Βλ. Μπονάτσος μετά από εξαντλητική πρόβα

Κ. Κάραλης, Μ. Δημητριάδη, Αλκης Αλκαίος, Θ. Μικρούτσικος, Βλ. Μπονάτσος μετά από εξαντλητική πρόβα

Στο τέλος της ίδιας επιστολής του προς το Σύλλογο Παργινών αναφέρει: «Στους φίλους μου καλλιτέχνες, όταν με ρωτούν για την καταγωγή μου, απαντώ ότι ο μεν Βαγγέλης είναι γέννημα Κοκκινιώτης και θρέμμα Παργινός, ο δε Άλκης είναι γέννημα και θρέμμα Παργινός. Την Πάργα άλλωστε “περιέχουν” όλα μου τα τραγούδια κι ας είναι μόνο ένα απ’ αυτά που την αναφέρει ρητά: Είναι η “Άνοιξη της Πάργας”Γιατί επί 45 χρόνια απ’ αυτήν φεύγω και σ’ αυτήν επιστρέφω κάθε καλοκαίρι. Γιατί η Πάργα μας είναι η νιότη μου, ο έρωτάς μου, το ταξίδι μου και η Ιθάκη μου.»

Ένα ελάχιστο για τον αγαπημένο μου κύριο Βαγγέλη, για τις πάμπολλες ερωτήσεις που είχα ακόμη να του κάνω και τις υπέροχες συζητήσεις που ονειρευόμουν να συνεχίσουμε κι αυτό το καλοκαίρι στην Πάργα μας, εκεί στην παραλία, κάτω από το κάστρο, κοιτώντας το Νησάκι.

Ελισάβετ Υφαντή-Θεμελή

________________________

Σημ.1η (ΔιΠ): Ο τελευταίος αποχαιρετισμός στον Άλκη Αλκαίο έγινε στην Πάργα, την Τρίτη, 11 του Δεκέμβρη. Τον αποχαιρέτησε πλήθος κόσμου από την Πάργα και την ευρύτερη περιοχή. Κοντά του και μεγάλος αριθμός καλλιτεχνών, συνεργατών και φίλων του, όπως ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Παντελής Θαλασσινός κ.ά.

Σημ. 2η. Οι περισσότερες φωτογραφίες δημοσιεύτηκαν στο “Έθνος της Κυριακής” της 16ης Δεκέμβρη και προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του Θάνου Μικρούτσικου.

 

Αφιερωμένο στο μεγάλο δάσκαλο Χρίστο Τσολάκη

 

Σεπτέμβριος, μήνας αρχής Φθινοπώρου, αρχής πολλών κακών σε πολλούς τομείς, αλλά και περισυλλογής όλων μας, για να ανασυνταχτούμε ώστε να αντιμετωπίσουμε τη καταστροφική λαίλαπα των μνημονιακών μέτρων –που οσονούπω επέρχονται…

Φθινόπωρο, εποχή μιας ατέρμονης ποικιλίας γεγονότων, χρωματισμένων κυρίως με σκούρες και μουντές πινελιές, ιδίως όσα εξ αυτών αφορούν το κοινωνικό σύνολο: νέα μέτρα –και τώρα μάλιστα και υποχρεωτικά λόγω μνημονίου–, μαύρες ιστορικές μνήμες (γεγονότα της Πόλης το 1955), πραγματικές επαναστάσεις για σύνταγμα και δημοκρατία (1844), τραγελαφική χρήση του όρου “3η Σεπτέμβρη” για σημείο αναφοράς νεοσύστατου –τότε– κόμματος, (τα αποτελέσματα το αποδεικνύουν), μαύρος ο Σεπτέμβρης των σφαγέων (Μόναχο 1972) και η Οκτωβριανή επανάσταση.

Από γκρίζος έως και μαύρος ο Σεπτέμβρης –και όλο το Φθινόπωρο– και για την εκπαιδευτική κοινότητα (γονείς, μαθητές, δασκάλους και καθηγητές), η οποία βάλλεται κατά κόρον κάθε τέτοια εποχή από αλλαγές και περικοπές κονδυλίων, που μεταφράζονται σε ελλείψεις βιβλίων, διδακτικού προσωπικού, συγχωνεύσεις σχολείων και γενικά βάλλεται από μέτρα που επιφέρουν δυσκολία και ανασφάλεια και την –πάνω σε τεντωμένο σχοινί– αρχή του παιδευτικού έργου.

Η παιδεία –ας γίνει από την αρχή αυτή η διασάφηση– δεν σχετίζεται νοηματικά με την εκπαίδευση, αφού η δεύτερη αποτελεί τον τρόπο άσκησής της. Η παιδεία είναι ευρύτερη μόρφωση, πλάτεμα του νου, καλλιέργεια της κρίσης και της γόνιμης φαντασίας, διαμόρφωση χαρακτήρα και ήθους καθώς και ολόπλευρης ανθρώπινης προσωπικότητας, εμφάνιση αρχών και αρετών στο χαρακτήρα του ανθρώπου, αναζήτηση νέων αντικειμένων έρευνας και γνώσης, είναι γενικά όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν τον κοινωνικοπολιτικό Άνθρωπο.

Η παιδεία όμως, σύμφωνα πάντα με τους δημοκρατικούς θεσμούς, αποτελεί δημόσιο κοινωνικό αγαθό, που σημαίνει ότι είναι δικαίωμα όλων των νέων να την κατακτήσουν και να την ασκήσουν και μετέπειτα να τη μεταλαμπαδεύσουν στις επόμενες γενιές και –προσοχή!– να προσαρμόζουν τη γνώση στην εποχή και στα νέα δεδομένα που προκύπτουν. Μετά από αυτή τη μικρή εισαγωγή λοιπόν, όλοι καταλαβαίνουμε, ότι αυτή η έννοια και η εφαρμογή της στη σχολική πραγματικότητα –και γενικά σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης– είναι κάτι το ασύλληπτο, το ανεφάρμοστο, το άγνωστο και το πολύπαθο!

Πολλοί ονειρεύτηκαν και ονειρεύονται την αναβάθμισή της, τη βελτίωσή της, την αναδόμησή της, τη στήριξή της με διάφορα ποσοστά από το Α.Ε.Π. (7%, 5% ή 3,5%), ακόμη δε και πολλοί ιθύνοντες έφεραν νομοσχέδια και νόμους για την καλύτερη λειτουργία της, τα οποία εφαρμόστηκαν –άλλα πλημμελώς και άλλα καθόλου–, ώσπου φτάσαμε σε τέτοιο κρίσιμο σημείο, από το οποίο αρχίζει ο προβληματισμός, η ανησυχία για το αύριο των παιδιών μας, καθώς επίσης για το αύριο και για το κοινωνικό μέλλον της χώρας μας.

Αυτός ο ευαίσθητος, λοιπόν, τομέας –της παιδείας–, κάθε φορά ταλανίζεται από τον οποιονδήποτε και εκάστοτε υπουργό της, που ποτέ η ιδιότητα και ειδικότητά του δεν άπτεται με αυτήν της παιδείας, άρα ως τεχνοκράτης του είδους “εκτελεί” το έργο του και παράλληλα “εκτελείται” η αναμόρφωση του παιδευτικού έργου. Έτσι αρχίζει η παραμόρφωση μιας διαδικασίας, που ενώ θα έπρεπε να αποτελεί το πρωταρχικό μέλημα μιας πολιτείας, γίνεται είδος προς εξαφάνιση και μια καλή ευκαιρία στα χέρια εκείνων που θέλουν να εφαρμόσουν την πλύση εγκεφάλου των νέων, καλλιεργώντας τους –από πολύ νωρίς– την παθητική κρίση και στάση.

Η παιδεία στις μέρες μας υποβαθμίζεται, όπως ακριβώς υποβαθμίζεται το δημόσιο σχολείο, το δημόσιο πανεπιστήμιο και επίσης οι δημόσιοι λειτουργοί, που αγωνίζονται καθημερινά μέσα από ένα κυκεώνα προβλημάτων, αντιξοοτήτων και άθλιων υλικοτεχνικών υποδομών –και όχι μόνο– να μεταλαμπαδεύσουν τη γνώση. Και δεν νομίζω ότι αμφιβάλλει κανείς πως ό,τι καλό και δημιουργικό γίνεται σ’ αυτή τη χώρα, γίνεται χάρη στην ευαισθησία και στο ανθρωπιστικό ιδεώδες ορισμένων, που παραμένουν όρθιοι και αλώβητοι, ανέγγιχτοι από την κοινωνική σήψη και την πολιτική δυσοσμία.

Το μόνο –και μάλιστα κακό– που προκύπτει σ’ αυτή τη φάση είναι ότι υπάρχει σοβαρότατο πρόβλημα και έχει ένα και μοναδικό αποδέκτη: τα παιδιά, τους νέους των δημόσιων σχολείων, τους φοιτητές των δημόσιων πανεπιστημίων και τεχνικών σχολών, παιδιά τα οποία είναι έρμαιο των αλλαγών, που κάθε νέα κυβέρνηση και υπουργός παιδείας επιβάλλει –διαφορετικά κάθε φορά και σύμφωνα με συμφέροντα– και πάντα είναι τα θύματα των περιστάσεων. Αυτά τα παιδιά, που κάθε φορά πληρώνουν το τίμημα των αλλαγών, του ρουσφετιού, του οικονομικού πολέμου και της σημερινής κρίσης, της απρόβλεπτα αυξανόμενης ανεργίας, της ηθικής εξαθλίωσης και της συνεχούς αναζήτησης προτύπων και αρχών, μέσα σ’ ένα περιβάλλον όπου τα πάντα βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση. Αυτά τα παιδιά που αρχίζουν από πολύ μικρή ηλικία να “πληρώνουν” τα πάντα: πληρώνουν το δημόσιο σχολείο και την προσφερόμενη –δήθεν– δωρεάν εκπαίδευση, πληρώνουν την οικονομική κρίση και την ανέχεια των οικογενειών τους με τις λιποθυμίες τους –από ασιτία– μέσα στο σχολείο, πληρώνουν την –από πολλές αιτίες προερχόμενη– οικογενειακή βία με κρίσεις άγχους και αυτοχειρίες, γίνονται θύτες και θύματα σε φαινόμενα ρατσιστικής συμπεριφοράς πληρώνοντας με τον ηθικό στιγματισμό τους. Και φυσικά δεν μπορούμε να διανοηθούμε τι έχουν να πληρώσουν αυτά τα παιδιά μέσα ή έξω από το μικρό ή μεγάλο σχολείο αυτό το γκρίζο Φθινόπωρο, που επέρχεται δριμύ και που τα προβλήματα θα φανούν με τις πρώτες “μπόρες”…

Η παιδεία, όμως, δεν αρχίζει ούτε τελειώνει στα –εξωτερικά– ωραία κτίρια, ούτε με την έστω λίγο πιο γρήγορη διανομή βιβλίων στα σχολεία ή με την περσινή –εκσυγχρονισμένη, σε CD– διανομή, που πολύ γρήγορα γέμισε τους κάδους απορριμμάτων του σχολείου, ούτε με τις ευχές στην αρχή της σχολικής χρονιάς από τη μείζονα ή ήσσονα εκπαιδευτική ηγεσία. Όλα αυτά είναι επιχρίσματα, που γρήγορα πέφτουν ή ξεβάφουν, αποκαλύπτοντας τη γύμνια του σχολείου. Και το σχολείο είναι φτωχό, γυμνό και υποβαθμισμένο, γιατί δεν υπάρχει πρόνοια και οργάνωση από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Η οικονομική κρίση δημιουργεί επιπρόσθετες ανάγκες στο δημόσιο σχολείο –το 2% από το Α.Ε.Π δεν φτάνει–, γιατί: οι λειτουργικές ανάγκες είναι τεράστιες, τα παιδιά με ιδιαιτερότητες πλήττονται, η μεταφορά των παιδιών των απομακρυσμένων περιοχών γίνεται με πολλή δυσκολία –στοιβαγμένα σαν σαρδέλες ασφυκτιούν–, οι μαθησιακές δυσκολίες των παιδιών αυξάνονται ή αποσιωπούνται, προγράμματα –που διευρύνουν τη γνώση και αποκαλύπτουν τις κλίσεις και την προσωπικότητα του παιδιού– δεν προωθούνται. Και το σχολείο, τέλος, είναι φτωχό και γυμνό, γιατί οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί που το υπηρετούν ούτε επιμορφώνονται, ούτε αναπτύσσονται ή εξελίσσονται επαγγελματικά, αλλά οδηγούνται σε εθελουσία έξοδο χωρίς αποδοχές και παραιτούνται χωρίς να αντικαθίστανται από άλλους, νέους εκπαιδευτικούς.

Έτσι, το δημόσιο σχολείο σήμερα μας δημιουργεί θλίψη και περισσότερο από όλα μας θλίβει η εσωτερική του γύμνια: η παρεχόμενη μόρφωση θεωρείται παραμόρφωση και είναι αναχρονιστική, αρκείται μόνο στη στείρα απομνημόνευση (εξαιρέσεις ολίγες), υπάρχει απουσία –στο παιδευτικό έργο– ανθρωπιστικού ιδεώδους, ηθικών αξιών και υγιών προτύπων με αποτέλεσμα σχολείο, παιδεία και παιδιά να εγκαταλείπονται στη δίνη των κρατικών και κυβερνητικών συμφερόντων.

Σήμερα η ευρωπαϊκή χούντα (άλλη μορφής χούντα αυτή) και εσωτερική τρόικα δημιουργούν όλες τις προϋποθέσεις για να γίνει επιτακτική η ανάγκη να βροντοφωνάζουμε και να απαιτούμε: “Ψωμί – παιδεία – ελευθερία”.

Μεγάλε δάσκαλε, κύριε Χρίστο Τσολάκη, πότε θα γίνουν πράξη σ’ αυτό το δύσμοιρο τόπο, τα λόγια σου: «Έζησα να μορφώσω ψυχές ικανές να χτίσουν μόνες τους το μέλλον.»

Φιλικά, Ε.Δ.

 

Το διήμερο 19-20 Μαΐου βρέθηκε στην πόλη μας ο Θάνος Μικρούτσικος. Την πρώτη ημέρα, για την παρουσίαση από το βιβλιοπωλείο “Ατραπός” του βιβλίου του “Ο Θάνος κι ο Μικρούτσικος. Μια αυτοβιογραφία μέσα από 24 συναντήσεις”, που έγραψε μαζί με τον Οδυσσέα Ιωάννου. Τη δεύτερη, για να επισκεφθεί το Μουσικό Σχολείο, που το έχει “υιοθετήσει”, να συζητήσει με τους μαθητές και τους δασκάλους του και να παρακολουθήσει τη συναυλία των μουσικών συνόλων του στο Πολιτιστικό Κέντρο.

Το βιβλίο το παρουσίασαν στο Σαϊτάν Παζάρ, στο δρόμο, ο Νίκος Γιαννούλης κι ο ίδιος ο Θάνος Μικρούτσικος. Τους προλόγισε η Μάρη Αράπη, που διάβασε και σχόλια της Μάρως Δούκα και του Μάνου Χατζιδάκι για το συνθέτη. Αποσπάσματα από το βιβλίο διάβασαν ο Κοσμάς Μαρκής κι η Μαρία Νούση.

Για να δημοσιεύσουμε ολόκληρες τις ομιλίες και τις απαντήσεις στις πολλές ερωτήσεις, θα χρειαζόμασταν και τις δώδεκα σελίδες τής εφημερίδας. Γι’ αυτό θα περιοριστούμε σε μικρά αποσπάσματα της ομιλίας τού αυτοβιογραφούμενου, δηλώνοντας από πριν πως, όσα “κόψαμε”, δεν έχουν μικρότερη αξία. Είπαν, λοιπόν, ο Θάνος κι ο Μικρούτσικος:

 

 [Για το “εμείς” και το “εγώ”]

Μιλούσα πάντα για την ανάγκη να ξαναβρεθούμε, γιατί την περίοδο της πλαστής ευμάρειας –έτσι αποκαλώ την οχταετία Σημίτη– χάσαμε ο ένας τη διεύθυνση του άλλου. Κι έλεγα: είναι καιρός να ανταλλάξουμε εκ νέου τις διευθύνσεις μας. Χαίρομαι πολύ, που με την αφορμή αυτού τού βιβλίου βρισκόμαστε και τα λέμε. Δεν είναι μόνο θέμα εμψύχωσης, είναι θέμα, ενδεχομένως, μιας νέας προσπάθειας να ξανασυστήσουμε το χαμένο «εμείς», την ώρα που μας έσπρωξαν, εδώ και 15 τουλάχιστον χρόνια, στο κυνήγι ενός πλαστού «εγώ».

Είναι στο χέρι μας πια. Αφού το συνειδητοποιούμε ότι η λύση είναι το «εμείς», ας κάνουμε το πρώτο βήμα. Το πρώτο είναι να ανταλλάξουμε τις διευθύνσεις μας. Το πρώτο είναι να πούμε «δεν σας φοβόμαστε πια». Οι ζωές είναι δικές μας, οι ζωές των παιδιών μας είναι των παιδιών μας, δεν είναι δικές σας. Εσείς είσαστε παράλογοι, εσείς θέλετε να ζήσουμε το 2022 με τα μνημόνια και να φτάσουμε με 300 ευρώ ο κάθε άνθρωπος, άρα να μην μπορεί να είναι τίποτα, να κάθεται σπίτι του, κλεισμένος, να ’χει μια τηλεόραση, η οποία ανατρέπει την πραγματικότητα και δημιουργεί μια πλαστότητα. Δεν χρειάζεται να πείσω κανέναν για τη χυδαιότητα και για τη διαστρέβλωση της τηλεόρασης.

[Για την Πρέβεζα]

Αυτή η πόλη είναι ένας τόπος που αγάπησα, γιατί βγάζει κάτι το αγαπητικό, έτσι το αισθάνομαι, και γιατί υπάρχουν εδώ κάποιοι, που έγιναν πολύ φίλοι μου. Θα μου επιτρέψτε αυτή τη σημερινή βραδιά να την αφιερώσω στη μνήμη τού Θανάση Παπαροϊδάμη, ενός απ’ τους γλυκύτερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου.

[Για την αριστερά]

Είμαι αριστερός, γιατί θα ’θελα τα παιδιά όλου τού κόσμου να ξεκινούν απ’ την ίδια αφετηρία. Η κοινωνία, στην οποία ζούμε, είναι ακριβώς το αντίθετο. Εφτάμισι δισεκατομμύρια στον πλανήτη, εκ των οποίων τα τρία δισεκατομμύρια λιμοκτονούν. Το 86% του πλούτου σε ένα εκατομμύριο χέρια. Πώς η κοινωνία δεν θα είναι βάρβαρη και πώς απανωτά μνημόνια δεν θα κατασκευάζονται για να εμπεδώνεται αυτή η βαρβαρότητα;

[Για το βιβλίο του]

Πριν δύο χρόνια θα σας έλεγα ότι είμαι εναντίον των αυτοβιογραφιών, όταν ο αυτοβιογραφούμενος συνεχίζει τη δράση του. Τα πράγματα έγιναν με πολύ διαφορετικό τρόπο. Θα γινόταν το 2006 ένα βιβλίο για κάποιους συνθέτες, μικρές μονογραφίες, από ένα εκδοτικό οίκο για νέους. Είχε κληθεί ο Οδυσσέας Ιωάννου για να κάνει αυτές τις μονογραφίες και μου ζήτησε συνάντηση. Όταν συναντηθήκαμε, μου λέει: Θα πατήσω το μαγνητόφωνο και ξεκίνα: «Γεννήθηκα στην Πάτρα..» Ξεκίνησε ένας παραληρηματικός λόγος. Όταν τελείωσε η πρώτη εγγραφή, βλέπω ένα αποσβολωμένο Οδυσσέα, ο οποίος μου λέει: Άσε το βιβλίο για νέους, αυτό είναι ένα υλικό για να μαθαίνω εγώ, που είμαι 42 χρονών, πόσο μάλλον οι εικοσάρηδες. Δεν ήξερα τη λειτουργία τής ελληνικής κουλτούρας τη δεκαετία τού ’50 και του ’60. Με τον τρόπο που μου τα διηγείσαι αρχίζω και καταλαβαίνω τι ακριβώς συνέβαινε.

[Για τους μύθους τού παρελθόντος και του μέλλοντος]

Ο Κάρολος Μαρξ λέει: Ξέρετε γιατί λατρεύουμε τον Αισχύλο, το Σοφοκλή και τον Ευριπίδη έναντι διαφωτιστών σπουδαίων συγγραφέων τού 17ου, του 18ου αιώνα, που είναι κάτι πιο κοντινό; Γιατί αυτοί μας περιγράφουν κοινωνίες που πέρασαν και δεν θα γυρίσουν πια. Το άλλο, που το ζούμε, έχουμε την αίσθηση ότι μπορούμε να το ξαναβρούμε και στο μέλλον. Αυτή η τάση μυθοποίησης του παρελθόντος συμβαίνει νομοτελειακά. Να σας πω μια παρέμβασή μου ως Υπουργού Πολιτισμού: Είπα ότι βεβαίως τιμούμε το Σοφοκλή, τον Αισχύλο, τον Ευριπίδη, τον Αριστοφάνη, το Ρωμανό το μελωδό, όμως, σ’ αυτό ακριβώς το βάθρο πρέπει να βάλουμε τον Καβάφη, το Ρίτσο, το Σεφέρη, το Χατζιδάκι, το Σκαλκώτα, το Θεοδωράκη και ακόμα περισσότερο, είπα τότε, το ’94, την Κική Δημουλά· και κόντεψαν να πέσουν απ’ τις καρέκλες τους. Εγώ είχα την άποψη ότι πρέπει να ρισκάρουμε για να ονοματίζουμε τους μύθους τού μέλλοντός μας. Έτσι μόνο, διαλεκτικά δικαιώνονται και οι μύθοι τού παρελθόντος.

[Για τη ζωή στο παρόν]

Έχω συναντήσει συμμαθητές μου που ζουν έντονα το παρελθόν τους, θυμούνται καταπληκτικά πράγματα. Ψάχνοντας είδα ότι πολλοί απ’ αυτούς δεν έχουν έντονες συγκινήσεις σ’ αυτό που τους συμβαίνει τώρα. Βρίσκουν καταφύγιο στο παρελθόν, αναζητώντας το όνειρο που έγινε καπνός. Εγώ ζω έντονα το παρόν. Τέλειωσα ένα κύκλο 186 συναυλιών και σ’ αυτές η συντριπτική πλειοψηφία ήταν 20χρονα παιδιά. Αυτό που με κινητοποιεί σήμερα σαν καλλιτέχνη, είναι κυρίως αυτή η συνομιλία με τα νέα παιδιά κι είμαι ευτυχής που αύριο θα ’μαι στο Μουσικό Γυμνάσιο της Πρέβεζας, για να μιλήσω για πέντε ώρες με τα παιδιά.

[Για τον Καββαδία]

Τι είναι αυτό που δημιούργησε αυτή την “καββαδιομάνια”; Ο Καββαδίας δεν είναι κυρίως ο ποιητής τής θάλασσας και της ζωής των ναυτικών. Πεδίο είναι αυτό, για να πει κάτι άλλο, ότι ήρθαμε σ’ αυτό τον πλανήτη για να ξεπεράσουμε τα όριά μας. Εάν ονειρευόμαστε, θα κατακτήσουμε το αδύνατο. «Χόρεψε πάνω στο φτερό τού καρχαρία». Επιλέγει αυτό το ζώο για να πει στο νέο: δάμασέ το, δηλαδή κατάκτησε το αδύνατο. Συνειδητά ή ασυνείδητα η πιτσιρικαρία έτσι το αντιμετώπισε και ταξιδεύει μ’ αυτή την ιστορία.

[Για την εκπαίδευση]

Τα εκπαιδευτικά προγράμματα εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια προσπαθούν να στείλουν τα παιδιά μας να δουλέψουν στην παραγωγή. Ενώ τουλάχιστον το δημοτικό και το γυμνάσιο θα ’πρεπε να ’ναι χώροι γενικής μόρφωσης, όπου φωτισμένοι δάσκαλοι θα προσπαθήσουν να δουν τις ψυχούλες των παιδιών, ώστε να μπορέσει το κάθε παιδί ένα αρχικό ταλέντο που έχει να το αγαπήσει και να το αναπτύξει. Αυτό στα προγράμματα είναι απόν. Τα πράγματα στα χέρια τους πρέπει να τα πάρουν οι φωτισμένοι δάσκαλοι. Είναι η τελευταία ελπίδα για να σώσουν την τιμή τους και την τιμή των παιδιών μας και την τιμή μας. Δεν μπορείς ν’ απευθυνθείς σ’ αυτή την εκπαιδευτική πολιτική, η οποία θέλει να ετοιμάσει ανθρώπους για την παραγωγή· το οποίο, εκτός από τραγικό –και εκνευρίζομαι–, είναι και κωμικό: Η ανεργία των νέων σήμερα είναι πάνω από 50%. Δηλαδή ετοιμάζουν ανθρώπους στην παραγωγή, χωρίς να υπάρχει παραγωγή. Πώς, λοιπόν, θα μιλήσεις στις Διαμαντοπούλου αυτού τού κόσμου; Τι να τους πεις; Και τα μουσικά σχολεία είναι χάλια από πλευράς προγραμμάτων. Γι’ αυτό δέχτηκα ευχαρίστως να έρθω κι όποτε θέλουν να έρχομαι, είναι υποχρέωσή μου.

[Για τη σημερινή μουσική παραγωγή]

Υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα, που απλώς τα πληροφορούνται και τα δουλεύουνε γκέτο αυτή τη στιγμή. Η κοινωνία μας πριν 30-40 χρόνια ήταν πιο ομογενοποιημένη σε επίπεδο καταρχήν κοινωνικό και μετά γούστου. Μπορούσε να παράγει καλλιτέχνες –γιατί οι καλλιτέχνες δεν παράγονται εκτός, παράγονται εντός τής κοινωνίας– ικανούς να εκφράσουν το όλο. Μετά τη δεκαετία τού ’80 οι αλλαγές είναι τέτοιες, που δημιουργούνται στρώματα με ειδικά συμφέροντα. Και αυτά παράγουν τους εκφραστές τους, που όμως απευθύνονται στα ίδια τα στρώματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι παραγόμενοι καλλιτέχνες είναι μικρότερου κύρους ή ταλέντου. Δεν ξέρω αν το ταλέντο τού Χάρη και του Πάνου Κατσιμίχα δεν ήταν μεγαλύτερο απ’ του Χατζιδάκι –και μη σας φανεί ιερόσυλο αυτό. Η λειτουργία τους, όμως, είναι σε μικρότερα στρώματα από τη λειτουργία τού καθολικού Χατζιδάκι ή του αναγεννησιακού Μίκη. Δεν μπορεί να τραγουδήσει τις “Τρύπιες σημαίες” τού Χάρη και του Πάνου όλη η Ελλάδα. Δεν σημαίνει όμως ότι αυτό το τραγούδι δεν είναι από άνθρωπο με ίδιο ή μεγαλύτερο ταλέντο από ό,τι το «Φτωχολογιά για σένα κάθε μου τραγούδι».

Δεύτερη παρατήρηση: Στη δεκαετία τού ’50 και του ’60 το σχολείο [ήταν] ο παράγων που προσπαθεί να εμπεδώσει την κυριαρχία τού καπιταλισμού. Μέχρι και τη χούντα σχολείο – εκκλησία ήταν αυτό που ενοποιεί τον ιδεολογικό μηχανισμό τού κράτους. Μετά τη μεταπολίτευση, που απομυθοποιήθηκε και το σχολείο και η εκκλησία, επελέγη η τηλεόραση η ιδιωτική να κάνει αυτό το ρόλο. Σας λέω στατιστική τού 2007 επίσημη. Mega, Antenna, Star, Alter και ο Alpha, πέντε τηλεοράσεις πανελλαδικής εμβέλειας: Εκπομπές τραγουδιών τού Ρουβά, 2.200 το χρόνο. Παπαρίζου, 2.100. Βίσση 2.000 κι όταν πήγε στη Eurovision 3.200. Την ίδια ακριβώς εποχή είχαμε: 2 τραγούδια του Αλκίνοου Ιωαννίδη κατά τη διάρκεια ενός έτους, 2 τραγούδια τού Χάρη και του Πάνου Κατσιμίχα, 14 δικά μου –τυχερός– και πάει λέγοντας. Αυτό, λοιπόν, σαν εκπεμπόμενη ευτέλεια δημιουργούσε την αδυναμία σ’ ένα κομμάτι τού κοινού, πέρα από το ότι διαμόρφωνε συνειδήσεις νέων, να προσεγγίσει τα έργα των νεότερων.

Μ’ έχουν ρωτήσει αν γράφεται πολιτικό τραγούδι σήμερα. Μην ψάχνετε το νέο πολιτικό τραγούδι μ’ εκείνη τη μορφή, γιατί η φόρμα είναι κοινωνική εμπειρία αποκρυσταλλωμένη, άρα η νέα εποχή δημιουργεί τη δική της φόρμα. Και, αν δεν είναι πολιτικό τραγούδι το “Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ” του Αγγελάκα ή οι “Τρύπιες σημαίες” του Χάρη και του Πάνου Κατσιμίχα, τότε εξηγήστε μου ποιο είναι το πολιτικό τραγούδι.

[Για την οικουμενικότητα τού καλλιτεχνικού έργου]

Αν ένας καλλιτέχνης δεν προσδιορίζει το χρόνο στο δημιούργημά του και δημιουργεί πρωτότυπο οικουμενικό κόσμο είναι μέγιστος. Αυτή είναι η «Τέταρτη διάσταση» του Ρίτσου. Αυτό είναι όλο το έργο τού Κωνσταντίνου Καβάφη. Ο Σεφέρης είναι πολύ μεγάλος ποιητής, προσδιορίζεται όμως η Ελλάδα τη δεκαετία τού ’30. Αυτό με κάνει να τον βάζω σ’ ένα μικρότερο σκαλοπάτι, βεβαίως μιας μεγάλης αξίας και δεν με επηρεάζει το ότι ήταν αυτός που ήταν σε προσωπικό και πολιτικό επίπεδο. Απλώς πριμοδοτώ τον Κωνσταντίνο Καβάφη και το Γιάννη Ρίτσο της «Τέταρτης διάστασης» με το κριτήριο του οικουμενικού κόσμου που παράγουν και της πρωτότυπης φόρμας.

 

Η πρώτη ατομική έκθεση ζωγραφικής τού Θανάση Στεργίου –σκίτσα του έχει κατά καιρούς δημοσιεύσει στο Φόρουμ– οργανώνεται από 22 Μαρτίου μέχρι 1 Απριλίου στην Αθήνα, στον εκθεσιακό χώρο Booze Cooperativa, Κολοκοτρώνη 57, με γενικό τίτλο “Πρόσωπα Καθρέπτες”.

Διαβάζουμε από το ενημερωτικό δελτίο: «Ξεκίνησε να πειραματίζεται με το κάρβουνο και συνέχισε με λάδια και ακρυλικά, ενώ τελευταία ενθουσιάζεται να ζωγραφίζει με κηροπαστέλ. Ζωγραφίζει σε καβαλέτα, σε λευκές κόλλες Α4, σε μπλοκ, σε σημειωματάρια. Τα θέματα που τον παρακινούν να πιάσει το πινέλο είναι περισσότερο τα πρόσωπα, τα μάτια, η αιχμαλώτιση βλεμμάτων και ψυχικών διαθέσεων. Κοιτάζοντας μερικά από τα έργα του αντιλαμβάνεσαι ότι ο Θάνος δεν εστιάζει στην τέλεια απεικόνιση και συμμετρία, αλλά στο τρόπο που τα πρόσωπα αυτά καθρεπτίστηκαν στην ψυχή του.»

Καλή επιτυχία, φίλε.

Μ.Μ.

Του Γιάννη Ρέντζου

 

Να προειδοποιήσουμε τον αναγνώστη μας πως ο ιδεολογικά βαρύγδουπος τίτλος του σημειώματός μας δεν παραπέμπει σε ανάλυση του ζητήματος που υπονοεί, αλλά τον χρησιμοποιούμε γιατί σε μερικούς αναγνώστες μπορεί να τέθηκε το δίλημμα που εκφράζει αυτός. Και μάλιστα σε σχέση με το “καλώς έχειν” της λειτουργίας ενός ιατρείου “κοινωνικής αλληλεγγύης” από ένα φορέα και πολλούς δημότες, που γενικά υποτίθεται πως ευαγγελίζονται μια άλλη κοινωνία χωρίς χορηγούς και φιλανθρώπους του “φαίνεσθαι. Θα δούμε μερικά πράγματα πιο κάτω.

Η ευκαιρία δίνεται στο πλαίσιο της πρότασης που έκανε η δημοτική αρχή (θέμα 30 της συνεδρίασης της 20ής Φεβρουαρίου 2012) για ίδρυση κοινωνικού παντοπωλείου, «μέσα από την λειτουργία του οποίου θα γίνει προσπάθεια ενίσχυσης των οικονομικά αδυνάτων πολιτών μας». Όπως προτείνεται, το «κοινωνικό παντοπωλείο θα στεγαστεί σε χώρο κατάλληλο που θα επιλεγεί μετά από έρευνα και θα παρέχει στους δικαιούχους τυποποιημένα τρόφιμα, είδη βρεφανάπτυξης, είδη υγιεινής, καθαριότητας, ρουχισμό» και άλλα. Εξάλλου, σε σχέση με τις προμήθειες των προϊόντων, αναμένεται ότι θα γίνουν από χρηματικές δωρεές δημοτών που μπορούν να καταθέτουν στον λογαριασμό «Α΄ Κοινωνικών Βοηθειών» 448/540496-71 της Εθνικής Τράπεζας, ή από δωρεές προϊόντων που θα δίνουν συμπολίτες, προμηθευτές και σύλλογοι.

Αυτά διαλαμβάνονται στη σχετική εισήγηση για το θέμα. Εξάλλου είναι γνωστό πως ο Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων (N. 3463/2006 – ΦΕΚ Α΄ 114/30.6.2006, άρθρο 202 § 2) προβλέπει “επιχορηγήσεις και βοηθήματα” που, με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, επιτρέπεται να χορηγούνται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, καθώς και για την αντιμετώπιση έκτακτης και σοβαρής ανάγκης, στους οικονομικά αδύνατους κατοίκους και στους πολύτεκνους. Στα βοηθήματα περιλαμβάνονται είδη διαβίωσης και μάλιστα ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης. Είναι φανερό λοιπόν πως και η δράση του δικού μας “κοινωνικού ιατρείου” προβλέπεται από το νόμο, αρκεί ο Δήμος να αντιμετωπίσει το ζήτημα, σε επόμενες φάσεις, με τη σχετική σοβαρότητα. Το “δικού μας” εννοεί όλους εκείνους που πιστέψαμε στην αξία μιας τέτοιας δράσης, που μας ξεχωρίζει από τις κοινωνικές δυνάμεις που κρατούν την Πρέβεζα σε μόνιμη κοινωνική στασιμότητα. Να πούμε πάντως εδώ πως, όπως μας πληροφόρησε ο συμπολίτης μας Γ. Κούρτης, τ. Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η “διευκολυντική” διάταξη για κοινωνική παρέμβαση των δήμων οφείλεται σε αυτόν.

Εκτός βέβαια από το κοινωνικό ιατρείο, η Δημοτική Παράταξη “Δημόσιος Χώρος Πρέβεζα – Λούρος – Ζάλογγο” διερεύνησε τη δυνατότητα για λειτουργία κοινωνικής ιματιοθήκης και σχολικών εστιατορίων. Η κοινωνική ιματιοθήκη μάς προτάθηκε από φίλους και, τον τελευταίο καιρό, αναζητήσαμε χώρο παραλαβής και διανομής ρουχισμού. Υπάρχουν βέβαια αρκετοί διαθέσιμοι χώροι (δυστυχώς από κεντρικά ξενοίκιαστα καταστήματα), αλλά δεν ξέρουμε να έγινε καμιά σχετική κοινωνική πρόταση που να προέρχεται από την πλευρά αυτή.

Και το θέμα των σχολικών εστιατορίων μας απασχόλησε ιδιαίτερα ήδη από πέρσι το Πάσχα, πριν μάλιστα αρχίσουν να διαδίδονται πληροφορίες για πεινασμένα και μισολιπόθυμα σχολιαρόπαιδα, με δημοσίευση και ανάρτηση στο ιστολόγιο του “Δημόσιου Χώρου” και άλλα blogs που μας φιλοξένησαν. Το ζήτημα συνδέεται γενικότερα με τη λειτουργία και τα ωρολόγια προγράμματα του σχολείου και του φροντιστηρίου και τις εργασιακές συνθήκες στην πόλη. Δηλαδή, όπως σε άλλες χώρες και πόλεις, τα παιδιά μπορούν να τρώνε στο σχολικό εστιατόριο, ενώ οι γονείς σιτίζονται στο εστιατόριο του χώρου εργασίας. Όπως για τα παιδιά στο σχολείο, έτσι και για τις επιχειρήσεις με πολυπρόσωπη δομή μπορεί να σχεδιαστεί εστιατόριο προσωπικού. Σε πολλές χώρες και πόλεις του εξωτερικού υπάρχει πρόβλεψη και για εργαζόμενους σε ολιγομελείς επιχειρήσεις (και ανέργους) με σίτιση σε εξωτερικά συμβεβλημένα εστιατόρια.

 

Πανομοιότυπο του εξώφυλλου από αντίτυπο που βρίσκεται στα χέρια του συγγραφέα του άρθρου

Η ίδρυση και λειτουργία ενός “κοινωνικού εστιατορίου” ή “δημοτικού εστιατορίου” είναι, υπό τις παρούσες συνθήκες, μια θεσμική πρόταση που πρέπει να δοκιμαστεί και να διευρυνθεί. Εννοούμε ένα ή περισσότερα συμβεβλημένα εστιατόρια με ηλεγμένα εδέσματα, με τριπλό τιμολογιακό καθεστώς 1) απαλλαγής για τους ανέργους, 2) εργατικού “κουπονιού” και 3) κανονικής πληρωμής. Για όσους εργάζονται σε επιχειρήσεις με ολιγάριθμο προσωπικό, θα υπάρχει τριμερής συμφωνία σίτισης μεταξύ εργοδότη, εργαζομένων και επιχειρήσεων σίτισης για συμπερίληψη του μεσημεριανού φαγητού στο ημερομίσθιο και χρήση κουπονιών γεύματος που μπορούν να χρησιμοποιούνται σε οποιοδήποτε συμβεβλημένο εστιατόριο της πόλης και της δημοτικής υπαίθρου.

Θυμάμαι ως εργαζόμενος στο Λουξεμβούργο, όπου η πολυπρόσωπη υπηρεσία μας είχε μεγάλα εστιατόρια προσωπικού με χαμηλές τιμές, μερικές φορές πηγαίναμε με συναδέλφους στο ιταλικό “εργατικό κοινωνικό εστιατόριο”, όπου, ως εξωτερικοί πελάτες, πληρώναμε τη χαμηλή κανονική τιμή του και γευόμαστε γνήσια ιταλική κουζίνα. Εκεί επέλεγαν να σιτίζονται, μερικές μέρες την εβδομάδα, και εργάτες ή υπάλληλοι μικρών επιχειρήσεων δίνοντας το κουπόνι τους. Έρχονταν επίσης και δικαιούχοι δωρεάν σίτισης.

Μας δίνεται εδώ ακριβώς η ευκαιρία να πούμε, σε αναφορά και με τον τίτλο του σημειώματός μας, πως, σε σχέση με το σχολικό εστιατόριο, το κοινωνικό παντοπωλείο και τις άλλες ιδέες αλληλεγγύης, σε πλαίσιο λειτουργίας μιας “λαϊκής δημοκρατίας”, όπως αυτή είχε γίνει αντιληπτή τον καιρό του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ (Κυβέρνησης του βουνού), προβλεπόταν για το ταμείο κάθε σχολείου να «πλουτίζεται με προαιρετικές συνεισφορές, εράνους, καταβολές κ.λπ. με τη φροντίδα του συλλόγου του προσωπικού και του συλλόγου των γονέων ή της Σχολικής Επιτροπής». Το δεδομένο αυτό αντλούμε από το «Σχέδιο μιας λαϊκής παιδείας» στο οποίο «εμπνευστής στάθηκε ο Δημήτρης Γληνός» και αποτέλεσε «εισήγηση του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ στη γραμματεία παιδείας της ΠΕΕΑ» (βλ. εξώφυλλο και σελίδες 1, 5 και 6 για τα εντός εισαγωγικών, 1944).

Μας δίνεται επίσης η ευκαιρία να ανακοινώσουμε αποτελέσματα μιας δημοσκόπησης που κάναμε στο ιστολόγιό μας (http://wp.me/14XeT) στην οποία έλαβαν μέρος 44 αναγνώστες μας. Το ερώτημα ήταν «Συμφωνείτε να προχωρήσει ο Δήμος Πρέβεζας στην ίδρυση σχολικών εστιατορίων;». Οι ερωτώμενοι ήταν χωρισμένοι σε τρεις κατηγορίες, δηλαδή γονείς, εκπαιδευτικοί και άτομα χωρίς καμία από τις προηγούμενες ιδιότητες. Από τους γονείς 3 από τους 26 είχαν αρνητική γνώμη, ενώ όλοι οι άλλοι, μαζί με τους 11 εκπαιδευτικούς και 7 άτομα χωρίς ιδιότητα, συμφώνησαν με την ιδέα των σχολικών εστιατορίων. Μπορούμε να υποστηρίξουμε, χωρίς αμφιβολία, πως η κοινωνία αποδέχεται στην παρούσα κατάσταση τέτοιες ανασυγκροτήσεις πόλης και κοινότητας όπως η ίδρυση κοινωνικών και σχολικών εστιατορίων.

Ανατριχιαστική συνέχεια της κινηματογραφικής δημιουργίας του

Θύμα του εμφύλιου πολέμου της ελλαδικής ασφάλτου και του συνεχιζόμενου κοινωνικού πολέμου στη χώρα μας έπεσε χθες (Τρίτη, 24 Ιανουαρίου 2012) ο σκηνοθέτης του Εμφυλίου Θόδωρος Αγγελόπουλος (1935-2012), πράγμα που αναγγέλθηκε σαν “απώλεια” ενός ανθρώπου που “πέθανε” σε “ατύχημα”, που “έφυγε”, που “έχασε τη μάχη με τη ζωή”.

Σαν τραγικά σκηνοθετημένη σκηνή, το κομμάτιασμα του μεγάλου σκηνοθέτη μας σε δρόμο της ελληνικής πρωτεύουσας, από εργαζόμενο στην υπηρεσία των κρατικών δυνάμεων ασφαλείας, αποτελεί ανατριχιαστική συνέχεια της κινηματογραφικής δημιουργίας του.

Με την εκτέλεση του Θ. Αγγελόπουλου, ένα ακόμα περιστατικό τροχαίου εγκλήματος βάζει την κοινωνία μας μπροστά στο πρόβλημα της ψευτιάς της και της ψευτιάς της γλώσσας της.

Η δημοτική παράταξη “Δημόσιος Χώρος Πρέβεζα – Λούρος – Ζάλογγο” εκφράζει συντριβή και, με το άκουσμα του θλιβερού γεγονότος, υποστηρίζει ακόμα μια φορά το ιδεώδες για ήπια διαχείριση του δημόσιου χώρου των ελληνικών πόλεων.

(Από το ιστολόγιο http://dimosioshoros.wordpress.com/)

Έφτασε πρόσφατα στα χέρια μας το 8ο φύλλο της εφημεριδούλας των μαθητών από τις Παπαδάτες “Οι πιτσιρίκοι”. Μια αξιόλογη και συγκινητική προσπάθεια των μικρών, που έχει κλείσει ήδη ένα χρόνο, βγαίνει καλοφτιαγμένη κάθε δίμηνο και κυκλοφορεί και στο διαδίκτυο, φιλοξενούμενη στον ιστότοπο της Φανερωμένης Παπαδατών (www.papadates.gr), στη διεύθυνση http://www.papadates.gr/pitsirikoi/pitsirikoi.htm. Με αξιόλογα άρθρα για οικολογικά, πολιτιστικά , ιστορικά κ.ά. θέματα, πετυχημένα ανέκδοτα, σκίτσα του Αρκά, κ.ά. Ακόμη μια φορά αξίζει έπαινος στην προσπάθεια των παιδιών.

Η συντακτική ομάδα της εφημερίδας “Οι πιτσιρίκοι” (φωτογραφία από το 1ο φύλλο, Νοεμ.-Δεκ. 2010)

Την εφημερίδα θα βρείτε ακόμη και μέσω του επίσης αξιόλογου ιστολόγιου του Περιβαλλοντικού – Πολιτιστικού Συλλόγου των χωριών του πρώην Δήμου Θεσπρωτικού και της Κοινότητας Κρανιάς (http://perilakkas.blogspot.com/).

ΔιΠ

Αυτός είναι ο τίτλος της νέας –φιλόδοξης– ταινίας του Γιάννη Σμαραγδή.

Τον τίτλο αυτό φαίνεται πως είδε και ο Εφραίμ –του… Βατοπεδίου– και, ως άριστος μάνατζερ, άρπαξε μια τίμια ζώνη και τρέχοντας έφτασε στη Ρωσία του Πούτιν, για να μαζέψει κάνα ρούβλι (κοινώς κάνα φράγκο). Και, απ’ ό,τι λένε, μάζεψε αρκετά. Εντυπωσιασμένος από τη… θρησκευτικότητα των Ρώσων. Για τις ανάγκες του μοναστηριού βεβαίως.

Τώρα, όσον αφορά στις υπόλοιπες υποθέσεις της μονής, για τις οποίες είχε επιληφθεί η… δικαιοσύνη, αυτές μπορούν να περιμένουν… Πού ξέρεις; Ίσως τελικά και να ξεχαστούν… Όπως αρχίζουν να ξεχνιούνται Ολυμπιακοί αγώνες, Τσουκάτοι, γερμένα υποβρύχια, C4i, δομημένα ομόλογα, η ληστεία των ασφαλιστικών ταμείων και τόσα άλλα. Και μετά απ’ όλα αυτά ήρθε ο έρωτας! Δηλαδή η ανεργία, οι εφεδρείες, οι ελαστικές σχέσεις εργασίας, οι απολύσεις, τα λουκέτα, τα χαράτσια κ.ο.κ. Με την προσυπογραφή όλων των υπεύθυνων εθνικά πολιτικών δυνάμεων. ΠΑΣΟΚ, ΛΑΟΣ, ΝΔ, Ψαριανού, Ντόρας κ.λπ. Βεβαίως!

ΔιΠ

Δεν μπορείς να διδάξεις τίποτα στον άνθρωπο· το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τον βοηθήσεις ν’ ανακαλύψει αυτό που έχει μέσα του!

Γαλιλαίος Γαλιλέι

Χαρά! Αυτή είναι η λέξη που ταιριάζει πιο πολύ στο θεατρικό παιχνίδι. Με κύριο παράγοντα το παιχνίδι που απελευθερώνει τις εντάσεις και τη δημιουργική ενέργεια, τα παιδιά μαθαίνουν, ψυχαγωγούνται, έρχονται σε επαφή με τις τέχνες και οδηγούνται μέσα από δρόμους έκφρασης και επικοινωνίας στη γνώση του εαυτού τους και στη γνώση του συνανθρώπου. Έτσι, ζυμώνεται μια ομάδα.

Το θεατρικό παιχνίδι είναι μια εξελικτική διαδικασία και μόνο σαν τέτοια μπορούμε να την κατανοήσουμε και να διακρίνουμε την αξία της. Σιγά-σιγά προχωράει η ομάδα. Κάθε συνάντηση στηρίζεται στο σύνολο της προηγούμενης εμπειρίας, στη γνώση που έχει κατακτηθεί, στα βήματα που έχει κάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή η ομάδα. Η πορεία αυτή απαιτεί τη φροντίδα, το σεβασμό και τη συνεχή επαγρύπνηση του εμψυχωτή, ο οποίος αφουγκράζεται και ανιχνεύει τις ευαισθησίες και τις ανάγκες των παιδιών, συντονίζοντας την προσπάθεια τους.

Αν το θέατρο είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας, τότε το Θ.Π. είναι το μέσο που το παιδί γνωρίζει την κοινωνία. Το Θ.Π. λειτουργεί σαν κοινωνία, δημοκρατικά οργανωμένη με κανόνες, που, όταν τηρούνται, δημιουργεί κλίμα αλληλεγγύης, φιλίας, συντροφικότητας και κοινωνικότητας.

Το Θ.Π. προσφέρει στο παιδί την ευκαιρία να εξερευνήσει, να πειραματιστεί, να εκφραστεί αυθόρμητα και να οδηγηθεί απαλά στους δρόμους που θέλει και επιθυμεί. Με το Θ.Π. μπορεί να αποκτήσει μια ολόπλευρα αναπτυγμένη προσωπικότητα με ανεξάρτητη σκέψη και δημιουργική φαντασία, ως μέλος του κοινωνικού συνόλου της ομάδας. Με το Θ.Π. το παιδί μπορεί να αποδεσμεύσει τις δημιουργικές του ικανότητες, να απελευθερώσει τη φαντασία και να οδηγηθεί στην αβίαστη επικοινωνία και καλλιέργεια των ανθρώπινων σχέσεων. Μέσα από το παιχνίδι συνειδητοποιεί την έννοια της ισότητας, της δικαιοσύνης, της ισότητας στη συνεργασία, ανακαλύπτει για πρώτη φορά την έννοια της αυτογνωσίας.

Στο Θ.Π. δεν υπάρχει καθορισμένο έργο. Δίνεται στα παιδιά η ευκαιρία να εκφραστούν δημιουργικά, να πουν τις ιδέες τους, να εφεύρουν μια ιστορία, ένα παραμύθι. Να συζητήσουν, να αποφασίσουν, να δώσουν λύσεις στο σενάριο, το οποίο έχει την ευελιξία να διαμορφώνεται συνεχώς. Δεν υπάρχουν κριτές και κρινόμενοι. Τα παιδιά υποδύονται τους εαυτούς τους, αντίθετα με το θέατρο, που υποδύονται κάποιο ξένο ρόλο.

Σκοπός του Θ.Π. είναι να οργανώσουν δημιουργικά, να εξωτερικεύσουν τα βαθύτερα συναισθήματα, εμπειρίες και ιδέες σε ποικίλες εκφραστικές μορφές και να αναπτύξουν προσωπικά την απαραίτητη ευαισθησία απέναντι στην τέχνη, στο ωραίο, στη ζωή και στη φύση.

Το Θ.Π. πάνω απ’ όλα είναι χαρά. Η χαρά του παιχνιδιού. Πλάθονται έργα θεατρικά, ζωγραφικά, μουσικά. Ο καθένας είναι πανέμορφα μοναδικός. Ξεπηδάνε καινούργιες γλώσσες του κορμιού, του νου, των ματιών, των χεριών, του χαμόγελου. Κι ο ένας πάει στον άλλον, πιο κοντά. Ώσπου όλοι γίνονται ένα. Μια ζωγραφιά, ένας χορός, μια μουσική. Μια ιστορία, δυο ιστορίες, που είναι η ζωή γύρω μας. Όπως το σενάριο “Σχολείο για γονείς”, που γεννήθηκε από τις ομάδες του Θ.Π. στο δημοτικό σχολείο Καναλίου τη χρονιά που μας πέρασε, σε συνεργασία με τους δασκάλους, το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων και το Δήμο Πρέβεζας.

Ευαγγελία Κατσαβάρου

Εμψυχώτρια θεατρικού παιχνιδιού

Προτείνουμε στην Κινηματογραφική Λέσχη Πρέβεζας την ταινία με τίτλο “Τα χέρια πάνω από την πόλη”, για την οποία δίνουμε μερικά στοιχεία. Η ταινία αυτή πρέπει να αποτελέσει κεντρικό πολιτικό-πολιτιστικό γεγονός στην πόλη μας, με την έναρξη της νέας δημοτικής περιόδου, σαν πάγια αναφορά απέναντι στους πρεβεζάνους δημότες της πόλης και της υπαίθρου.

Πρόκειται για ταινία πολιτικής στράτευσης, όπου η λέξη “πολιτική” εννοείται και ως σχέση με

“Le mani sulla città” του Φραντσέσκο Ρόζι - Ιταλία 1963, 105 λεπτά, ασπρόμαυρο με τον Ροντ Στάιγκερ στο ρόλο του εργολάβου Εντοάρντο Νότολα - Τιμήθηκε με το Χρυσό Λιοντάρι ως καλύτερη ταινία στο Φεστιβάλ της Βενετίας.

το ιδεώδες της πόλης και τα σχετικά αυτονόητα αστικά δικαιώματα που, όπως συμβαίνει και σε άλλες πόλεις, στερούμαστε στην Πρέβεζα. Σε συγκεκριμένους όρους κινηματογραφικού σεναρίου, η ταινία αποτελεί σκληρή καταγγελία της εργολαβικής κερδοσκοπίας στην Ιταλία της δεκαετίας του 1960 με παραδείγματα από τη Νάπολη.

Δεν είναι τυχαίο πως το όνομα της ιταλικής αυτής πόλης ακούγεται μετά παρέλευση μισής ώρας προβολής, πράγμα που οδηγεί τον ιταλό θεατή της εποχής της ταινίας να φέρει στο νου του, στο μεταξύ, τη δική του ιδιαίτερη πατρίδα, αφού η συνεργασία, κεφαλαίου, πολιτικών, οργανωμένου εγκλήματος και “αθώου” μικροεπενδυτή έγινε φανερή σε πολλές ιταλικές πόλεις.

Και ο Ίταλο Καλβίνο στο βιβλίο του με τίτλο “Εργολαβική κερδοσκοπία” (Italo Calvino, La speculazione edilizia, Einaudi, 1958) αντί για όνομα της πόλης της άγριας κερδοσκοπικής παρέμβασης που περιγράφει βάζει τρία αστέρια (***), αλλά στη γαλλική έκδοσή του τα αντικαθιστά με το πραγματικό τρισύλλαβο όνομα «Σαν Ρέμο». Ας σκεφτούμε με οδύνη πως και η Πρέ-βε-ζα, όπου σημειώνεται μεγάλη επιθετικότητα σε θέματα χώρου, είναι τρισύλλαβη. Δεν πρέπει να λησμονούμε, στην πόλη μας, τις επιθέσεις εναντίον πρεβεζάνικων σπιτιών και πρεβεζάνων οικοπεδούχων που δεν εντάχτηκαν στην αντιπαροχή.

Στις ελληνικές πόλεις δεν μπορούμε βέβαια να μιλήσουμε για οργανωμένο έγκλημα αλλά, με

βάση όσα έχουν γίνει γνωστά ή είναι φανερά, μιλούμε για εγκληματικές αμέλειες ή ερασιτεχνικές επιθέσεις. Ένα κλειστό αδιαπραγμάτευτο “τετράεδρο” μικρο-συμφερόντων και συνενοχής που όλο και περισσότερο διογκώνονται καταστρέφει συστηματικά τον ελλαδικό χώρο και κατέστησε αγνώριστη την Πρέβεζα. Ο κίνδυνος μεγαλώνει και είναι ακόμα μπροστά. Για όποιον έχει την υπομονή να διαβάσει το σχέδιο τα πράγματα είναι απλά. Το κράτος ως νομοθέτης ή απλά ο δήμος ως νομοτηρητής δίνουν από ψηλά το “οκέυ” της καταστροφής του χώρου, υπηρετώντας το πανανθρώπινο αγαθό της στέγης και προωθώντας το καπιταλιστικό δικαίωμα της επένδυσης. (Αρκετές εκατοντάδες πρεβεζάνικα διαμερίσματα έχουν αγοραστεί ως επένδυση και είναι αδειανά). Επακολουθούν οι οριζόντιες συνεννοήσεις της ελεύθερης αγοράς μεταξύ εργολάβου και οικοπεδούχου και μεταξύ εργολάβου και αγοραστή του διαμερίσματος ή, αν χρειάζεται, μεταξύ οικοπεδούχου και αγοραστή του διαμερίσματος. Όλοι μένουν ικανοποιημένοι εκτός από το δημόσιο χώρο της πόλης και της υπαίθρου. Η γεωργική γη υποχωρεί, το πράσινο αφανίζεται, οι μνήμες σβήνουν, η πόλη αλλοιώνεται, ο δημόσιος χώρος στενεύει.

Επανερχόμαστε στην ταινία. Καθώς «τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι φανταστικά ενώ αυθεντική είναι η πραγματικότητα που τα παράγει», η ταινία “Τα χέρια πάνω από την πόλη” μπορεί να αποτελέσει διδακτική ευκαιρία για το πρεβεζάνικο κοινό. Ποιος αγνοεί πως και στην Ελλάδα και, τα τελευταία χρόνια, στην Πρέβεζα «το πραγματικό χρυσάφι είναι η γη» όπως το λέει και η ταινία. Είναι βέβαιο πως τα εθνικά μας ρητά του τύπου «κανένας δεν μετάνιωσε αγοράζοντας γη» και «όλοι σχεδόν οι Έλληνες έχουν ένα ή δύο σπίτια» συνδέονται με μια μεγάλη συνωμοσία που καταστρέφει το ελλαδικό έδαφος ως φυσικό περιβάλλον και ροκανίζει το δημόσιο χώρο ως πόλη, οικισμό και συνθήκες δημόσιας διαβούλευσης. Οι χολιγουντιανές καφετέριες της Πρέβεζας δεν πρέπει να κρύβουν από το οπτικό μας πεδίο τις “Καλκούτες” που ξεφύτρωσαν εδώ κι εκεί στον πρεβεζάνικο χώρο, ενώ και άλλες ετοιμάζονται.

Ένας πρεβεζάνος ιδιοκτήτης από τον όμορφο οικισμό στο Ψαθάκι που του υποδείξαμε ανάλογο οικισμό στο εξωτερικό μας είπε: «Αφού και εγώ τα ίδια πλήρωσα για το οικόπεδο και το σπίτι μου, γιατί να μην έχω ακόμα σωστούς δρόμους και χώρους στάθμευσης, όπως αυτοί;». Η κοινή κουβεντιαστή συμφωνία μας για την ομορφιά της χώρας μας, της υπαίθρου μας και της πόλης μας αποτελούν ψευδολογία συνενοχής για την ασυνήθιστη σε ευρωπαϊκό επίπεδο ασχήμια που υπηρετεί το έθνος μας και ο λαός μας. Είναι γνωστό πως ο Γιάννης Καλλίνικος είχε το θάρρος να τα καταγγείλει αυτά με άρθρο του πριν δώδεκα χρόνια. Ήταν τότε παραμονές δημοτικών εκλογών, των τελευταίων του 20ου αιώνα. Και ο 21ος προχωρά ακάθεκτος στην καταστροφή της πόλης και της υπαίθρου.

Αρχίζοντας η ταινία “Τα χέρια πάνω από την πόλη” ο “αστικός εγκληματίας” θαυμάζει το τοπίο και το “περπάτημα” της πόλης προς την κατεύθυνση που ορίζει το “master plan” και προγραμματίζει μια αλλαγή του προς την κατεύθυνση κτημάτων που πρόκειται αυτός να αγοράσει. Στην Πρέβεζα, οι δυνάμεις που κυριάρχησαν στην πόλη τα τελευταία χρόνια στράφηκαν με μανία στον αφανισμό της γεωργικής γης και την ανάδειξη οικιστικών περιοχών που “περπατούν” ή “πηδούν” προς κάποιες κατευθύνσεις. Παρά τη μεγάλη υπεραξία που παρήχθη, οι οικιστικές αυτές περιοχές δεν υποστηρίζονται από προτάσεις και υλοποιήσεις υποδομών πόλης και μεταφορών επί τόπου, στην περιφέρειά της και στο κέντρο της πόλης.

Να πούμε πως η προκύπτουσα υπεραξία ή η κερδοσκοπία πάνω στη γη και τελικά η συσσώρευση πλούτου χάρη σ’ αυτές δεν είναι “κακές” από μόνες τους (απλά σαν από φθόνο για τους πλουτίζοντες) αλλά οδηγούν σε συνθήκες κοινωνικής κυριαρχίας/υποταγής, άσκησης εξουσίας, προβολής ηγεμονικών προτύπων και ανάδειξη οπισθοδρομικών ομάδων. Οι σπασμένοι πεζόδρομοι του κέντρου, τα λειψά πεζοδρόμια στην πόλη, οι απουσία χώρων στάθμευσης, οι σκουπιδότοποι κοντά στα χωριά μας και τα σκουπίδια παντού στην πόλη είναι δείγμα αυτών των εξουσιών. Ο Βασίλης Αυδίκος, σε σοβαρότατη εργασία του, εκθέτει πτυχές από αυτά και για το συνολικό κακό που κάνει μια οπισθοδρομική ηγεμονική “νομενκλατούρα”. Σε όλες τις περιπτώσεις ο δημόσιος χώρος ελαττώνεται και παράγονται απατηλά ομοιώματά του που περιορίζουν το δημόσιο λόγο και την προοδευτική κοινωνική διαβούλευση.

Αν δεν αντισταθούμε στην αναμενόμενη συνέχιση των απερίσκεπτων και ενδοτικών δημοτικών παρεμβάσεων στην πόλη και την ύπαιθρο και μάλιστα αν δεν στραφούμε τώρα στην υποστήριξη της πρεβεζάνικης υπαίθρου –όχι με τα καταστροφικά πρότυπα που επικράτησαν στην πόλη–, η συνέχεια θα είναι εξίσου θλιβερή. Πρέπει να δούμε “Τα χέρια πάνω από την πόλη” και να τα συζητήσουμε. Θα περιμένουμε στην προβολή της και τους μηχανικούς μας που ξέρουν περισσότερα. Και μάλιστα όσους έχουν σπουδάσει στην Ιταλία καθώς και τα επιστημονικά και επαγγελματικά τους σωματεία.

Γιάννης Ρέντζος

(Το κείμενο δημοσιεύθηκε ως δελτίο τύπου τής 16-11-2010 της δημοτικής κίνησης “Δημόσιος Χώρος” στο ιστολόγιό της http://dimosioshoros.wordpress.com/)

Τι κοινό έχουν ο υποψήφιος περιφερειάρχης του ΣΥ.ΡΙΖ.Α στην Ήπειρο, Γιάννης Παπαδημητρίου, με τον υποψήφιο δήμαρχο της δημοτικής κίνησης “Δημόσιος Χώρος” στην Πρέβεζα, Γιάννη Ρέντζο; Εκτός από το γεγονός ότι και οι δύο είναι δραστήριοι οικολόγοι και υποστηρικτές του δημόσιου χώρου των πόλεων, έχουν βραβευτεί και οι δυο με το βραβείο Ιπεκτσί.

Το βραβείο Ιπεκτσί δίδεται προς τιμήν του Τούρκου δημοσιογράφου Αμπντί Ιπεκτσί που δολοφονήθηκε από τους “Γκρίζους Λύκους” και συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο, που απονέμεται στο καλύτερο, πιο αμερόληπτο και πιο αντικειμενικό δημοσίευμα, άρθρο ή μελέτη, που θα προσεγγίζει τα προβλήματα των δύο χωρών με προσοχή και κατανόηση συμβάλλοντας εποικοδομητικά στη σύσφιξη των σχέσεών τους. Το βραβείο Ιπεκτσί από το 1986 τελεί υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών και ανάμεσα στους βραβευθέντες είναι η συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου.

Νίκ. Λιβ.

Ο μεγάλος μας σκηνοθέτης, Θόδωρος Αγγελόπουλος, τιμήθηκε την Κυριακή 8 Αυγούστου 2010 στο Ζαγόρι, στον τόπο όπου γυρίστηκε το έργο η «Αναπαράσταση”.

Ο Μορφωτικός Εξωραϊστικός Σύλλογος Κάτω Πεδινών προσέφερε, σε ειδική εκδήλωση, τοπικής προέλευσης δώρα στον δημιουργό ενώ παράλληλα προβλήθηκε η «Αναπαράσταση» και εγκαινιάστηκε έκθεση με φωτογραφίες από γυρίσματα ταινιών του σκηνοθέτη.

Η εκδήλωση, αποτέλεσε ουσιαστικά το προοίμιο του φετινού τριημέρου θερινού σινεμά στο Ζαγόρι, θεσμός που συμπληρώνει δώδεκα χρόνια ζωής.

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος επέστρεψε έπειτα από 40 ολόκληρα χρόνια στο Ζαγόρι, εκεί όπου γυρίστηκε η ταινία «Αναπαράσταση”, που αναφέρεται σε πραγματικό περιστατικό που συνέβη στον Αργυρότοπο Θεσπρωτίας. Ο δημιουργός της τιμήθηκε από τον Μορφωτικό – Εξωραϊστικό Σύλλογο Κάτω Πεδινών που είχε και την σύλληψη της ιδέας της μεγάλης επιστροφής του γνωστότερου Έλληνα σκηνοθέτη. «Ο δικός μας τεχνίτης, ο δικός μας μάστορας που σμίλεψε το Ζαγόρι με το πνεύμα του και τον φακό του και το έφερε στο φως» είναι ο Θοδ. Αγγελόπουλος, σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο του συλλόγου.

Με θερμά λόγια υποδέχτηκε τον καλλιτέχνη και ο δήμαρχος Κεντρικού Ζαγορίου που ανακοίνωσε την απόφαση του δημοτικού συμβουλίου να κηρύξει επίτιμο δημότη τον Θ. Αγγελόπουλο για την προσφορά του στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο.

Την Δευτέρα 9/8 ο σκηνοθέτης, με στενούς του συνεργάτες, επισκέφθηκε την Ηγουμενίτσα, αναζητώντας εικόνες και υλικό για την επόμενη ταινία του, που ενδεχομένως το θέμα της να έχει σχέση και με τη σύγχρονη μετανάστευση.

ΔιΠ

Κάνοντας πρεμιέρα στις 23/11/2009 με το “Κύμα” του Dennis Gansel είχαμε πει ότι τολμάμε να ξεκινήσουμε και να παρέμβουμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης για ένα κόσμο μακριά από την ατομικότητα και την τηλεοπτική απομόνωση. Μια ομάδα ανθρώπων της πόλης μας αποφάσισε να αναβιώσει την Κ.Λ.Π., γιατί πίστεψε ότι μέσα από τον κινηματογράφο, και μάλιστα τον καλό κινηματογράφο, που έλειπε, οι πολίτες – θεατές μπορούν να αναπληρώσουν χάσματα της ύπαρξής τους και να γεμίσουν πνευματικά κενά που δημιουργούν οι συνθήκες του σύγχρονου βίου, όπως η συνεχής δραστηριότητα, η μείωση της ανθρώπινης επαφής, η υλιστική τάση της σύγχρονης παιδείας.

Με την προβολή στις 17/5/2010 του “Αστυνομία, ταυτότητα” του Corneliu Porumboiu συμπληρώσαμε την προβολή 22 ταινιών και έπεσε η αυλαία για τη φετινή σαιζόν. Κριτήριά μας για την επιλογή ήταν η ανάδειξη της κίνησης, των αντιφάσεων, της δυναμικής και των συγκρούσεων της ζωής. Με αναφορές σε εθνικές κινηματογραφίες και κινηματογραφικά ρεύματα, γεγονότα και θέματα, με καλεσμένους, όπου ήταν δυνατό, τους ίδιους τους δημιουργούς, προσπαθήσαμε.

Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι η Κ.Λ.Π., όπως και ο κινηματογράφος γενικότερα, έχει το δικό της σταθερό κοινό, το δικό της κύκλο. Τον συνθέτουν άνθρωποι κάθε ηλικίας και μορφωτικού επιπέδου, με διαφορετική ιστορία, ανόμοιο χαρακτήρα και αντίθετη ιδιοσυγκρασία. Ενώνονται κάτω από τη δυνατότητα του κινηματογράφου να ερευνά ζητήματα και να συμβάλλει στο διάλογο μεταξύ συλλογικής συνείδησης και προσωπικής αυτογνωσίας. Πιστεύουμε ότι αυτός ο κύκλος μπορεί να διευρυνθεί και να αγκαλιάσει ακόμα περισσότερους πολίτες. Για να πετύχει χρειάζονται οι προτάσεις, οι ιδέες, οι παρατηρήσεις όλων και πάνω απ’ όλα η εγγύηση από όλους για ένα κινηματογράφο – τέχνη και όχι ένα κινηματογράφο με μαζική δημοτικότητα, που θα απέχει από την πραγματικότητα και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα.

Αναρτήσαμε στον ιστότοπό μας (http://sites.google.com/site/kileprevezas/) ένα ερωτηματολόγιο, που θα σταλεί για συμπλήρωση, με στόχο τον καλύτερο προγραμματισμό για την επόμενη σαιζόν. Στη διάρκεια του καλοκαιριού, εκτός της συνδιοργάνωσης μαζί με την Κίνηση Φίλων του Ποδήλατου, της συναυλίας των Γιάννη Αγγελάκα – Νίκου Βελιώτη στον αρχαιολογικό χώρο της Κασσώπης, στις 26 Ιουλίου με πανσέληνο, προγραμματίζουμε μια εκδήλωση αφιερωμένη στην ημέρα περιβάλλοντος, αλλά και κάποιες άλλες, για τις οποίες περιμένουμε και δικές σας προτάσεις.

Κλείνοντας ευχαριστούμε το Δήμο και το προσωπικό του για την προσφορά της αίθουσας και όποια άλλη βοήθεια.

Καλό καλοκαίρι.

Για την Κ.Λ.Π.

Γιάννης Αυγέρης

Θα ήθελα να συγχαρώ το Φόρουμ Πρέβεζας για το πολύ καλό αφιέρωμα που έκανε στο φύλλο αρ. 26 του Ιανουαρίου 2010 στον Γιάννη Μόραλη. Εύχομαι να μην περάσει απαρατήρητο. Όπως πολύ σωστά γράψατε εξ άλλου, η πόλη δεν πρέπει να ξεχνάει αυτούς που την τίμησαν και την πρόβαλαν με το έργο τους. Αυτοί δεν είναι λίγοι και κάποια στιγμή αυτό το θέμα ίσως πρέπει να ιδωθεί ξεχωριστά. Από τη δεκαετία του ’60 και μετά η Πρέβεζα βιώνει μια πραγματική άνθιση σε όλους τους τομείς γραμμάτων, τεχνών και αθλητισμού. Ανάμεσα σε αυτούς που την αγάπησαν και την ανέδειξαν είναι και ο Γιάννης Μόραλης, για τον οποίο θέλω να προσθέσω κάτι που δεν είναι ίσως ευρύτερα γνωστό.

Ο Γιάννης Μόραλης, όπως γράφτηκε και στο Φόρουμ, έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Πρέβεζα. Από τα βιώματα και τις συγκινήσεις αυτών των χρόνων γεννήθηκαν αργότερα μερικά μικρά έργα του που αποτέλεσαν τη βάση για τη δημιουργία του εξάπτυχου σκηνικού για τη χορογραφία της Ραλλούς Μάνου «Έξι λαϊκές ζωγραφιές», εμπνευσμένη από την ομώνυμη σουίτα χορών του Μάνου Χατζιδάκι (ποιητική διασκευή γνωστών ρεμπέτικων τραγουδιών για πιάνο από τον συνθέτη). Το θαυμάσιο αυτό σκηνικό είναι εμπνευσμένο από μια εικόνα του λιμανιού της Πρέβεζας, όπως έχει πει ο ίδιος σε συνέντευξη προορισμένη για το μεγάλο αφιέρωμα που του έκανε η τράπεζα Alpha και που εκτέθηκε σε όλη την Ελλάδα καθ’ όλο το έτος 2009, λίγους μήνες πριν το θάνατό του. Επίσης, όταν έφτιαξε το εργαστήριό του στην Αίγινα, είχε πει ότι το τοπίο του θύμιζε τα χρώματα της ελιάς και του πεύκου της Πρέβεζας. Κι αυτό είναι ένα έμπρακτο δείγμα αγάπης για την πόλη μας.

Ο Γιάννης Μόραλης, η μεγαλύτερη μορφή της νεοελληνικής ζωγραφικής, έφυγε αφήνοντάς μας σημαντικό έργο, ποιοτικό και ποσοτικό. Η ζωγραφική του από τα πρώτα κλασικότροπα έργα έως τα τελευταία, που τα χαρακτηρίζει η γεωμετρική αφαίρεση, είναι ποίηση. Θα είναι σημείο αναφοράς για μας, τις επόμενες γενιές, τον πολιτισμό μας. Για πάντα.

Αλέκος Μπούρας

Με μεγάλη θλίψη έμαθα[1] ότι το μικρό ναΰδριο στον Παντοκράτορα μετά από απόφαση της Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης κατεδαφίστηκε, ώστε στη θέση του να κτιστεί νέος τσιμεντένιος “απαστράπτων” ναός. Στα πλαίσια αυτά μεταφέρθηκαν και οι δεσποτικές εικόνες από το μαρμάρινο τέμπλο του, οι οποίες δημιουργήθηκαν “δια χειρός Φώτη Κόντογλου”[2]. Προσωπικά είχα κατακρίνει και παλαιότερα την ακατανόητη τακτική της εκκλησίας στην Πρέβεζα, που ουσιαστικά ξεκλήρισε διάφορα ναΰδρια και τα αντικατέστησε με άλλους ναούς, μεγαλύτερου μεγέθους[3]. Το μεγαλύτερο παράδειγμα ήταν η κατεδάφιση του ναού του Αγ. Κωνσταντίνου, ενός ναού στον οποίον εμείς μεγαλώσαμε ως μαθητές του Γυμνασίου και Λυκείου τότε, με πανέμορφο προαύλιο χώρο γεμάτο με δέντρα αλλά και με νεκροταφείο. Και τα δέντρα και το νεκροταφείο απομακρύνθηκαν βιαίως.

Φώτης Κόντογλου, Αρματολοί και Κλέφτες

Το αίσχος φαίνεται ότι συνεχίστηκε με την κατεδάφιση του ναού στον Παντοκράτορα. Όχι , δεν ήταν κάποιος από άποψη αρχιτεκτονικής σπουδαίος ναός, αλλά είχε συσσωρευμένη μνήμη, την οποία δεν είμαστε ικανοί φαίνεται να αξιολογήσουμε ως σπουδαία για την παράδοση του τόπου μας. Τι κι αν ήταν ένας νεώτερος ναός; Εκεί μέσα είχαν τελεστεί γάμοι , βαφτίσια ανθρώπων που ζουν στον Παντοκράτορα. Δεν ήταν δυνατόν να επισκευαστεί; Να υποστεί τις απαραίτητες αλλαγές; Τόση μεγάλη ανάγκη υπήρξε για έναν νέο ναό, ακόμη και μεγαλύτερο ίσως, στον ίδιο χώρο; Δε φτάνουν τόσοι ναοί στην πόλη μας; Ακόμη ένας;

Καλά η Μητρόπολη δε φαίνεται, δυστυχώς, να καταλαβαίνει από μνήμες. Οι προεξάρχοντες του τόπου; Οι βουλευτές, τα κόμματα, ο νομάρχης, ο δήμαρχος, τέλος οι πολίτες τι έκαναν; Πώς προστατεύεται η μνήμη μας και επομένως η παράδοσή μας; Η αρχή πραγματοποιήθηκε λίγο πριν τη δικτατορία, όταν ξηλώθηκε η εβραϊκή συναγωγή στο χώρο που είναι σήμερα ο ΟΤΕ. Μετά ακολούθησε το απαράδεκτο ξήλωμα πολλών ενδιαφερουσών οικιών στην πόλη και η ψεύτικη αποκατάσταση με ευθύνη των τοπικών αρχιτεκτόνων (εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν) εν ονόματι της “ανάπτυξης” της πόλης, αφού στην ουσία επρόκειτο για ξαναχτίσιμο. Μετά, η καταστροφή των παλαιών ναών, μετά, η οικοπεδοποίηση του ελαιώνα, ενός χώρου ιστορικού με δέντρα εκατονταετιών. Η παραφροσύνη συνεχίζεται.

Διαμαρτύρομαι λοιπόν εντόνως ως ενεργός πολίτης για τη καταπάτηση της μνήμη μας, της ζωής μας της ίδιας.

ΥΓ: Το κείμενο ας αποτελέσει αρχή μιας διαμαρτυρίας ευαισθητοποιημένων ενεργών πολιτών της πόλης μας. Για να μην ακολουθήσουν και άλλα μνημεία που στέκονται ακόμη όρθια στην πόλη μας. Για να συνεχίσουν να μας θυμίζουν την ιστορία της και όχι να μεταμορφώνεται σε τμήμα μιας συνοικίας της Αθήνας.

Απόστολος Σπ. Παπαδημητρίου

Αρχαιολόγος


[1] Ν. Λιβιεράτος, «Το γκρέμισμα των παλιών εκκλησιών της Πρέβεζας», Φόρουμ Πρέβεζας, αρ.26, σ.12, Ιανουάριος 2010.

[2] Α. Παπαδημητρίου, «Το σχήμα Ανατολή Δύση και η τέχνη του Φώτη Κόντογλου,με αφορμή τις Δεσποτικές εικόνες στο μαρμάρινο τέμπλο του ναού Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στον Παντοκράτορα Πρέβεζας,» Πρεβεζάνικα Χρονικά, 43-44, σσ.301-348, Πρέβεζα 2007.

[3] Στο ίδιο, σ.303.

Γεννήθηκε στην Άρτα στις 23 Απριλίου 1916, παιδί τού φιλόλογου Κωνσταντίνου Μόραλη και της Βασιλικής Μιχάλη.

Ερωτικό

Πέρασε τα παιδικά του χρόνια, από το 1922 ώς το 1927, στην πόλη μας, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως γυμνασιάρχης. Καθώς έλεγε ο ίδιος, την αγάπησε πολύ και δεν έπαψε ποτέ να τη μνημονεύει σαν άλλη πατρίδα του. Στην Αίγινα, τη μεγάλη του αγάπη, αποφάσισε να χτίσει σπίτι από τη δεκαετία τού ’50, όταν την πρωτοείδε, γιατί έμοιαζε, καθώς έλεγε, με την Πρέβεζα.

Το 1927 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Αποφασισμένος ήδη να γίνει ζωγράφος, παρακολουθούσε τα κυριακάτικα μαθήματα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Το 1931, δέκα πέντε χρονών, πέτυχε στις εξετάσεις και εγγράφηκε στο Προπαρασκευαστικό Τμήμα τής Α.Σ.Κ.Τ. με καθηγητή το Δημήτριο Γερανιώτη. Μετά από ένα μικρό πέρασμα από το Εργαστήριο Ζωγραφικής τού Κωνσταντίνου Παρθένη, εγγράφηκε στο Εργαστήριο του Ουμβέρτου Αργυρού. Από το 1933 φοίτησε και στο Εργαστήριο Χαρακτικής τού Γιάννη Κεφαλληνού.

Το 1936 αποφοίτησε. Μετά από διαγωνισμό πέτυχε υποτροφία τής Ακαδημίας Αθηνών για σπουδές ψηφοθετικής (ψηφιδωτού) στο εξωτερικό.

Το 1937 πέθανε ο πατέρας του, που είχε συμβάλει καταλυτικά στην απόφασή του να γίνει καλλιτέχνης. Έφυγε για τη Ρώμη και στη συνέχεια για το Παρίσι. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής και τοιχογραφίας στην École Nationale des Beaux Arts και ψηφοθετικής, σύμφωνα με τους όρους τής υποτροφίας του, στην École des Arts et Métiers. Με την έναρξη του β΄ παγκόσμιου πολέμου εγκατέλειψε τις σπουδές του. Το 1940 κατατάχθηκε στο στρατό. Συμμετέσχε στην πανελλήνια έκθεση ζωγραφικής στο Ζάππειο και τιμήθηκε με χάλκινο μετάλλιο.

Το 1941 παντρεύτηκε τη Μαρία Ρουσσέν και χώρισε το 1945. Το 1947 παντρεύτηκε τη γλύπτρια Αγλαΐα Λυμπεράκη κι απέκτησε το γυιο του Κωνσταντίνο. Εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στο Προπαρασκευαστικό Τμήμα τής Α.Σ.Κ.Τ.

Το 1942 κόσμησε το εξώφυλλο του βιβλίου “Περί ζωγραφικής” τού Ε. Κ. Φραντζισκάκη. Ακολούθησε η εικονογράφηση βιβλίων τού Στράτη Μυριβήλη, της Τατιάνας Γκρίτση – Μιλλιέξ, του Κώστα Ταχτσή, του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιώργου Σεφέρη, του Νίκου Καββαδία κ.ά., καθώς και εξώφυλλων δίσκων μουσικής. «Τις εικόνες του τις είδα σαν έναν αντίλογο τοποθετημένο σε διαφορετική κλίμακα, πιο αυθόρμητο, πιο φρέσκο απ’ ό,τι γεννά συνήθως η τριγυρινή μας λογοτεχνία», έγραψε ο Σεφέρης για τα “ζωγραφικά σχόλια” του Μόραλη στα “Ποιήματά” του, το 1965.

Το 1949 ίδρυσε μαζί με άλλους ζωγράφους και γλύπτες –Μίνω Αργυράκη, Ανδρέα Βουρλούμη, Νίκο Εγγονόπουλο, Κλέαρχο Λουκόπουλο, Αγλαΐα Λυμπεράκη, Γιώργο Μαυροΐδη, Νίκο Νικολάου, Ευγένιο Σπαθάρη, Παναγιώτη Τέτση, Γιάννη Τσαρούχη, Νίκο Χατζηκυριάκο – Γκίκα κ.ά.– την καλλιτεχνική ομάδα “Αρμός”.

Το 1951 ανέλαβε τα σκηνικά και τα κοστούμια για το μπαλέτο “Έξι λαϊκές ζωγραφιές” σε χορογραφία Ραλλούς Μάνου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι, που παρουσίασε το Ελληνικό Χορόδραμα. Ακολούθησαν σκηνικά και κοστούμια για 21 παραστάσεις χορού και θεάτρου, για το Ελληνικό Χορόδραμα, το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν και το Εθνικό Θέατρο. Ανάμεσα σ’ αυτά, τα σκηνικά και τα κοστούμια για τον “Οιδίποδα Τύραννο”, που παρουσίασε ο Κουν στο Aldwych Theatre του Λονδίνου το 1968, στα πλαίσια του Παγκόσμιου Φεστιβάλ Θεάτρου.

Το 1955 χώρισε από την Αγλαΐα Λυμπεράκη. Το 1957 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στο Εργαστήριο Ζωγραφικής τής Α.Σ.Κ.Τ. Το 1958 εκπροσώπησε την Ελλάδα μαζί με το ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη και το γλύπτη Αντώνη Σώχο στη Μπιενάλε της Βενετίας.

Το 1959 οργάνωσε την πρώτη ατομική έκθεσή του, στην αίθουσα εκθέσεων “Αρμός”. Με πρόταση των αρχιτεκτόνων Π. Βασιλειάδη, Ε. Βουρέκα και Σ. Στάικου σχεδίασε τη διακόσμηση –χαρακτική σύνθεση της Προμάχου Αθηνάς με τα σύμβολα της εξουσίας της– στους εξωτερικούς τοίχους τού ξενοδοχείου “Χίλτον” της Αθήνας. Από τότε κι άλλα κτίρια κοσμήθηκαν με έργα του: τα υπόστεγα του Ο.Λ.Π. στην Ακτή Καραϊσκάκη, το τουριστικό περίπτερο του Ε.Ο.Τ. “Διόνυσος” στου Φιλοπάππου, το Δημαρχείο τής Αθήνας, ο σταθμός Πανεπιστημίου τού μετρό τής Αθήνας κ.ά.

Το 1962 εκλέχτηκε τακτικό μέλος τού Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών (F.I.A.L.). Το 1965 του απονεμήθηκε ο Ταξιάρχης τού Φοίνικος.

Το 1972, στην τρίτη ατομική του έκθεση στη γκαλερί Ιόλα – Ζουμπουλάκη, εξέθεσε μεταξύ άλλων τη σειρά έργων του με τίτλο “Επιθαλάμια”. Τον κατάλογο προλόγισε ο Οδυσσέας Ελύτης. Το 1973 συμμετέσχε στη Διεθνή Έκθεση Χειροτεχνίας στο Μόναχο και κέρδισε το χρυσό μετάλλιο ταπισερί. Το 1978 συμμετέσχε μαζί με άλλους 22 έλληνες ζωγράφους και γλύπτες επιλεγμένους από την Εθνική Πινακοθήκη στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού. Το 1979 του απονεμήθηκε το Αριστείο των Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών.

Το 1983 αποχώρησε από την Α.Σ.Κ.Τ., μετά από 36 χρόνια προσφοράς. Το 1988 η Εθνική Πινακοθήκη οργάνωσε προς τιμή του αναδρομική έκθεση του συνόλου τού έργου του –ζωγραφική, χαρακτική, γλυπτική, μακέτες για αρχιτεκτονικές διακοσμήσεις, σκηνικά και κοστούμια– και με την ευκαιρία εκδόθηκε από τον Όμιλο Εταιριών Εμπορικής Τράπεζας το λεύκωμα “Γιάννης Μόραλης”. Ακολούθησαν λευκώματα με έργα του –ζωγραφικά, χαρακτικά, σχέδια κ.λπ.– από τις εκδόσεις Βέργου, Αδάμ, Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή κ.ά.

Το 1999 του απονεμήθηκε το μετάλλιο του Ταξιάρχη τής Τιμής.

Πέθανε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2009 και κηδεύτηκε σε στενό οικογενειακό κύκλο, όπως είχε ζητήσει.

Μ.Μ.

(Κύριες πηγές: 1. Λεύκωμα “Γιάννης Μόραλης” του Ομίλου Εταιριών Εμπορικής Τράπεζας, με επιμέλεια Βασίλη Φωτόπουλου, 1988. 2. Χρύσανθος Χρήστου στο λήμμα “Μόραλης Γιάννης” του “Παγκόσμιου Βιογραφικού Λεξικού” της Εκδοτικής Αθηνών, τόμ. 6, 1991.)

Του Άγγελου Βλάσση

Ο ζωγράφος Γιάννης Μόραλης που πρόσφατα έπαψε να βρίσκεται ανάμεσά μας ανήκει στις όχι πολύ συνήθεις περιπτώσεις που η φήμη και η πραγματική αξία δεν αντιφάσκουν. Ο ίδιος είχε την τύχη να καθιερωθεί έγκαιρα ως σημαντικός ζωγράφος και εμείς την ακόμη μεγαλύτερη να είναι πραγματικά τέτοιος και κάτι περισσότερο. Η ευτυχής συγκυρία επιστεγάστηκε από το γεγονός ότι ο ζωγράφος Γιάννης Μόραλης ήταν σε θέση να αυτοπροσδιορίζεται πέρα από τις περιστάσεις, λ.χ. το κύρος του καθηγητή, τους δημοσιογραφικούς αίνους, τις καθ’ έξιν γκρίνιες, ακόμη και τους λίβελους. Αν αληθεύει ότι ο αυτοπροσδιορισμός στο πλαίσιο της δουλειάς και μόνο θεμελιώνει σε βάθος το ήθος του τεχνίτη, είναι αρκετό να πούμε μόνον ότι ο Μόραλης είχε το ήθος του αυθεντικού ζωγράφου.

Φανή, 1948

Καθώς η σπανιότητα αυτής της σύμπτωσης, φήμης – αξίας, επεκτείνεται και έξω από το στίβο των τεχνών, στο ευρύτερο αλώνι του σύγχρονου κολλυβισμού, η σημασία της δεν χρειάζεται πολλές συστάσεις. Όμως δεν αποσαφηνίζει, όπως και οι προσωπικές αρετές, την επίδραση μιας φυσιογνωμίας στην κοινωνία. Και, ιδού το κρίσιμο ερώτημα: Αν εξαιρέσουμε όσα δέχονται ότι του οφείλουν οι μαθητές του, αλήθεια, τι προσέφερε ο Μόραλης στους άλλους;

Έχουν γραφτεί πολλά και μάλιστα από εξέχουσες προσωπικότητες. Όλα συγκλίνουν να επιβεβαιώνουν ότι οι τέχνες προσφέρονται στους εξηγητές μάλλον για να εξηγούνται οι ίδιοι, παρά να τις εξηγούν. Φοβάμαι ότι δεν γίνεται αλλιώς –ούτε εγώ βέβαια μπορώ κάτι διαφορετικό. Θα προσπαθήσω να αποκριθώ στο ερώτημα από τη σκοπιά του τεχνίτη που για δικούς του λόγους εξακολουθεί να επανέρχεται όσο μπορεί προσεχτικά στο έργο του Μόραλη. Πριν από αυτό κρίνω αναπόφευκτο να παρεμβάλω μιαν εκτεταμένη παρένθεση, το λόγο θα τον αφήσω για το τέλος.

***

(Είναι αυτονόητο, η ευεργετική επίδραση της ζωγραφικής και της γλυπτικής δεν μοιάζει πολύ με εκείνη των εμβολίων κατά των επιδημιών ή του ηλεκτρισμού στην καθημερινότητα.

Ίσως είναι απαραίτητο να πάμε λίγο πιο πίσω και να ξανασκεφτούμε το αντικείμενο που ονομάζουμε εικόνα, καταρχήν, όχι σαν έργο των ζωγράφων και γλυπτών.

Ένας τρόπος είναι, να προσπαθήσουμε να φανταστούμε πώς θα ήταν το τεχνητό μας περιβάλλον και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούμε, εάν προηγουμένως δεν είχαν δοκιμαστεί με το μολύβι πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί για να φανούν από μπρος και πίσω, από πάνω και κάτω, να επανεξεταστούν, να τροποποιηθούν, να αποφασιστούν και κατόπιν να κατασκευαστούν. Σίγουρα θα ήταν διαφορετικά, όχι προς το καλλίτερο, και η ζωή μας το ίδιο.

Επί πλέον υπάρχει μια εκδοχή της εικόνας που λανθάνει σε μεγαλύτερο βάθος. Έχει βάσιμα υποστηριχθεί ότι τα πρώτα υποτυπώδη σκεύη και εργαλεία έγιναν “καθ’ ομοίωσιν” αντικειμένων που βρέθηκαν τυχαία και αποδείχτηκαν χρήσιμα. Ακολούθως αναπαράγονταν, πάλι στη βάση της ομοιότητας, με τροποποιήσεις υπαγορευμένες από νέες ανάγκες. Αλλά και οι τροποποιήσεις ήταν νέες ομοιότητες που συνδυάζονταν με τις προηγούμενες: η καράφα μοιάζει με μεγάλο ποτήρι που τα χείλη του έπρεπε να στενέψουν, όμοια με καλάμι.

Αυτό είναι ολότελα διαφορετικό. Μόλις πριν λίγο αναφέρθηκα στην εικόνα περίπου σαν συνιστώσα των έργων των χεριών, πράγμα που σημαίνει ότι, αν έλειπε, τα αντικείμενα θα ήταν δυσκολότερο να γίνουν και γι’ αυτό ατελέστερα και λιγότερα. Τώρα προκύπτει ότι τα έργα των χεριών είναι αδύνατο να υπάρξουν έξω από το σκόπιμο συνδυασμό ομοιοτήτων, ή, με άλλα λόγια, χωρίς να είναι άτυπη, έστω, εφαρμογή της εικόνας.

Γενικεύοντας και έχοντας υπ’ όψη εξαιρέσεις και αποκλίσεις που ασφαλώς υπάρχουν, μπορούμε άφοβα να λέμε ότι η εικόνα είναι για τα έργα των χεριών ό,τι το νερό για τη ζωή.

Μετά από αυτά μοιάζει απόλυτα φυσιολογικό –και εκ των υστέρων αναμενόμενο– η εικόνα να αναδειχτεί σε αντικείμενο χωριστής δραστηριότητας. Οι επαγγελματίες που πρόβαλαν μαζί της, ζωγράφοι, γλύπτες κ.α., για να ανταποκρίνονται καλλίτερα στις προσδοκίες των αποδεκτών του έργου τους, αλλά και ανεξάρτητα απ’ αυτό, αναζητούν τα όριά της εικόνας πέρα από να απεικονίζεται κάτι ευκρινώς, στο τι μπορεί να απεικονίζεται και πώς.

Αντίστροφη προσέγγιση του ίδιου πράγματος είναι η αναζήτηση μέσα στο ανθρώπινο κεφάλι των ορίων και των όρων των μορφικών συσχετισμών, δηλαδή τι λογής ομοιότητες μπορεί να οικειοποιηθεί ο άνθρωπος και πώς. Το πράγμα έγινε ανεξάντλητο.

Η εικόνα ως χωριστή δραστηριότητα είναι ένας ένα στίβος επιδόσεων σε μια κοινή για όλους τους ανθρώπους ικανότητα, κυριολεκτικά στοιχειώδη για την επιβίωση: στην ικανότητα να βλέπουν και να φτιάχνουν ομοιότητες. Γι’ αυτό όλοι αντιδρούν στο φαινόμενο της τέχνης, ακόμη και όσοι αμφισβητούν τη σημασία της, ακόμα και αυτοί που δηλώνουν άγνοια.)

***

Έκλεισε η παρένθεση, επιστρέφω στον Μόραλη.

Αυτός ο άνθρωπος δούλεψε σκληρά. Παράλληλα με τη ζωγραφική δεν δίστασε να ανακατευτεί σχεδόν με όλες τις εφαρμογές της, πάντοτε όμως με την έγνοια του ζωγράφου. Δεν σκοτίστηκε να ανανεώσει εξώφυλλα βιβλίων, δίσκων, αφίσες και σκηνικά, μας έμαθε όμως, όπου και να συναντάμε την εικόνα, να της ζητάμε πολλά. Εξακολουθεί να μας διδάσκει, σήμερα, εν μέσω ψηφιακής τεχνολογίας, λέιζερ, πολυμέσων, ότι η εικόνα ακόμη και επιστρατευμένη στο ρόλο του παράλληλου συντελεστή ή του διαλαλητή, συντηρείται και ως αυτοτελές διακύβευμα, σαν μόνιμο στοίχημα. Ό,τι μας άφησε ο Μόραλης σ’ αυτό τον τομέα θα γίνεται όλο και πιο πολύτιμο, καθώς οι εφαρμογές είναι ιδιαίτερα επιδεκτικές στις ετοιμοπαράδοτες λύσεις της τεχνολογίας. Θα είναι ένα ανάχωμα στον κίνδυνο ψηφιοποίησης των προθέσεων του τεχνίτη και προγραμματισμού των προσδοκιών και αξιώσεων των αποδεκτών.

Προφανώς, το προνομιακό πεδίο ανίχνευσης της προσφοράς του είναι η ίδια η ζωγραφική του και η καλή τύχη να εκτιμηθεί έγκαιρα είχε επακόλουθο να ταξινομηθεί και να είναι διαθέσιμη. Έτσι, με βεβαιότητα μπορούμε να λέμε ότι η πορεία του Μόραλη ήταν σταθερή, χωρίς εκρήξεις και εκ των υστέρων προβλεπόμενη.

Αθέατα στηρίγματα αυτής πορείας, πιστεύω, ήταν δύο επιλογές ή στάσεις, δεν ξέρω κατά πόσο συνειδητές ή αυθόρμητες.

Πρώτα ότι αγνόησε την εκπληκτική, πρώιμα εκδηλωμένη έμφυτη ευχέρειά του –το λεγόμενο ταλέντο. Έχω κατά νου το πορτρέτο της αδελφής του Όλγας, από μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, που έφτιαξε το 1931 όταν ήταν 15 χρονών. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ήταν από τότε ζωγράφος. Είναι μάλλον αποδεκτό ότι το σπάνιο ταλέντο είναι δίκοπο, σαν τον κληρονομημένο πλούτο μπορεί να οδηγήσει στην επανάπαυση. Ο Μόραλης αντίθετα δεν ξεχώριζε ούτε τις παραγγελίες από την άσκηση και αμφιβάλλω αν αυτή η στάση έχει αξιολογηθεί στις πραγματικές της διαστάσεις, τόσο για τον ίδιο όσο και γενικότερα.

Η άλλη αθέατη επιλογή του ήταν που δεν αναζήτησε ύφος, προσωπικό στυλ, χαρακτηριστική τεχνοτροπία. Ο Μόραλης δεν διάλεξε το ύφος της δουλειάς του όπως το παλτό ή το ρολόι του. Από τα πρωτόλεια μέχρι τα τελευταία έργα του είχε ασυνήθιστα σταθερό βηματισμό, άλλαζαν όπως ένα κλαρί που μεγαλώνει και γι’ αυτό κάθε πίνακάς του αναγνωρίζεται με την πρώτη ματιά ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους.

Είναι αναπόφευκτο, κάθε ειλικρινής ανησυχία αφήνει το δικό της ίχνος, έστω σε πεπατημένες διαδρομές. Το μπέρδεμα προκύπτει, όταν το ίχνος, αντί να απομένει, εκτυπώνεται σαν σήμα κατατεθέν και αυτό το αμφίβολο σημείο ο Μόραλης ξεκαθαρίζει με τη δουλειά του καλλίτερα απ’ ό,τι όλοι οι θεωρητικοί μαζί.

Από παιδάκι μόνο ζωγράφιζε. Η επιμονή και η αντοχή σε μια τόσο μακρά πορεία χωρίς πρόθεση είναι αδιανόητη και δεν υπαινίσσομαι με αυτό κάποια “Ιθάκη”. Είναι ερώτημα, τι τον οδηγούσε επί ογδόντα περίπου χρόνια, συνεχώς, να εναλλάσσει το ένα τελάρο μετά το άλλο. Ο ίδιος δεν μίλαγε ποτέ γι’ αυτό. Έχει υποστηριχτεί ότι βάδιζε προς την όλο και πιο εκτεταμένη αφαίρεση, ότι δοκίμαζε το σθένος της λιτότητας και της αυστηρότητας. Σε μένα φαίνεται ότι υπέκυψε στις προκλήσεις της αναγωγής.

Ο όρος μάς είναι οικείος από τα στοιχειώδη μαθηματικά ως μετατροπή ποσοτήτων σε άλλες ισοδύναμες, ώστε να γίνει ευχερέστερος ένας υπολογισμός. Στις εικαστικές τέχνες η αναγωγή προβάλλει στις πρώτες κιόλας ασκήσεις του μαθητευόμενου. Για να βρει λ.χ. σε τι λογής έλλειψη εγγράφεται ένα πρόσωπο ή σε τι κοχλία ένα αυτί, καταφεύγει στους πιο ετερόκλητους μετασχηματισμούς: σε παραλληλόγραμμα, ημικύκλια, υποθετικές ευθείες, κ.ο.κ. Έτσι βλέπει μπροστά του τις πιο απροσδόκητες ισοδυναμίες, μορφές να “μοιάζουν” με άλλες όντας μεταξύ τους ακόμη και ολότελα ασύμπτωτες.

Η εμπειρία που απλουστευμένα παρέθεσα, είναι πολύ συναρπαστική και πάει πολύ μακριά για να σταματήσει στα πρώτα βήματα του ζωγράφου και του γλύπτη. Ο Μόραλης, και όχι μόνο βέβαια, την ξετύλιξε μπροστά μας διαδοχικά και συνεκτικά σαν μόχθο για την κυριαρχία του ανθρώπου στα οπτικά του αισθήματα. Συνέβαλε όχι τόσο στο να φανούν τα ίδια τα πράγματα, όσο τρόποι που αυτά προσλαμβάνονται:

……………..

αντικρύ του πελάγους  η Μυρτώ να στέκει

σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι

.…………….

έγραψε ο ποιητής και στενός του φίλος.

Η αναγωγή σε κανάτι, οκτώ, χι, ψι, ή ωμέγα, εάν είναι πηγαία και όχι φορεμένη σαν κοτιγιόν, επιβεβαιώνει ότι τα πράγματα πάντα αναμένουν απρόβλεπτες προσεγγίσεις, χειρισμούς, και γι’ αυτό μπορούμε να ελπίζουμε.

Παρέθεσα την εκτεταμένη παρένθεση για να μπορέσω να απαντήσω στο αρχικό ερώτημα, όχι με μορφή αφορισμού, χρησμού ή γρίφου, ότι η εικόνα είναι ζήτημα ζωής και θανάτου και ότι ο Μόραλης της προσέφερε πολλά, με ό,τι άλλο αυτό συνεπάγεται. Και κάτι ακόμη: του χρωστάμε χάρη.

Ιαν. 2010

Της Χριστίνας Μόραλη

Ο Γιάννης Μόραλης είχε για μένα διπλή ιδιότητα. Ήταν ο μεγάλος έλληνας ζωγράφος, ο δάσκαλος! Αλλά και ο θείος μου, αδερφός του πατέρα μου.

Αγγελική Σφίγγα, 1987. Έργο τού Γιάννη Μόραλη φτιαγμένο για τη Χριστίνα Μόραλη, που το έκανε κεραμικό 25 × 25 cm. Κυκλοφόρησε σε 200 αντίτυπα.

Μεγαλώνοντας μέσα στην οικογένεια με τον Γιάννη Μόραλη είναι φυσικό να γνωρίσω και να ζήσω και την ανθρώπινη πλευρά του. Όλα αυτά τα χρόνια, από τότε που ήμουν παιδάκι, θυμάμαι τα οικογενειακά τραπέζια και τον Γιάννη πάντα στο επίκεντρο της συντροφιάς, κλέβοντας την παράσταση με τις διηγήσεις του και τον χαρισματικό τρόπο να διηγείται γεγονότα που έζησε, για αστεία στιγμιότυπα που είχε περάσει, ανέκδοτα.

Θα θυμάμαι πάντα τον μεγάλο δεσμό που είχε με τα αδέρφια του, που ήταν πολύ ουσιαστικός. Πάντα, σε δύσκολες στιγμές θα στρεφόταν στα αδέρφια του και ιδιαίτερα στον πατέρα μου. Υπήρχε αγάπη και σεβασμός μεταξύ τους, που, απ’ ό,τι έλεγαν όλοι τους, την ενέπνευσε ο πατέρας τους. Απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ, εκτός των μηνών που έλειπε στην Αίγινα, τα αδέρφια έτρωγαν μαζί κάθε Κυριακή, ακόμη και ένα μήνα πριν φύγει από την ζωή. Κράτησαν μέχρι την τελευταία του στιγμή το δέσιμο και την αγάπη, που ήταν παραδειγματική. Μου έκανε εντύπωση και παλιότερα, που είχε αρρωστήσει, αλλά και τώρα, τον τελευταίο μήνα που έπεσε στο κρεβάτι, ήθελε τα αδέρφια του στο πλευρό του.

Η απώλειά του ήταν για μένα πάλι διπλή. Έφυγε ο μεγάλος Γιάννης Μόραλης, αλλά έφυγε και ο Γιάννης, που ήταν εκεί πάντα, μέσα στην οικογένεια, σαν θείος και σαν δάσκαλος, που μπορούσα να τον πάρω και να τον ρωτήσω πολύ απλά κάτι γύρω από την δουλειά μου. Πάντα φοβόμουν τα τελευταία χρόνια πότε θα έρθει αυτή η στιγμή! Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά έφυγε για μένα μια σιγουριά, που μπορούσα να στηριχτώ επάνω του, όταν εγώ το ήθελα.

Εκτός του πόνου που αισθάνθηκα με τον θάνατό του, θεωρώ τον εαυτό μου “τυχερό” πού βίωσα τις τελευταίες δύσκολες μέρες της ζωής του δίπλα του. Γιατί μου επιβεβαίωσε αυτό που ήταν όλη του την ζωή: ένας άνθρωπος με ήθος, ευγένεια και σεμνότητα. Η απώλεια είναι πολύ μεγάλη, αλλά είμαι τυχερή λόγω συγγένειας να έχω βιώσει τον άνθρωπο Γιάννη Μόραλη.

Του Κυριάκου Κατζουράκη

Ο “δάσκαλος” είναι μια προσφώνηση που μοιάζει να έχει μείνει από παλιά, έχει όμως και το γλυκό ήχο της δικής μας συντεχνίας των ζωγράφων, εκλύοντας σεβασμό στην ιδιότητα του προσώπου και όχι στο ίδιο το πρόσωπο. Είναι σεβασμός στην έννοια της συνέχειας και δεν έχει σχέση με πομπώδεις εκφράσεις όπως “οι μεγάλοι δάσκαλοι της τέχνης”. Θυμάμαι όταν πρώτη φορά ψέλλισα τη λέξη δάσκαλε στο Μόραλη, αυτό όρισε αυτόματα μια σχέση που παρέμεινε μέχρι σήμερα. Μια προσωπική σχέση που δεν αφορούσε κανέναν άλλον.

Νέα γυναίκα, 1971-72

Όταν αργότερα, πολύ αργότερα, περίπου 10 χρόνια μετά, γνώρισα τον Τσαρούχη, δεν μου πήγαινε να τον πω δάσκαλο, κι αυτό με έκανε να νοιώθω μια μικρή έλλειψη, γιατί τον θαύμαζα πάντα τον Τσαρούχη και πολλές φορές στη ζωγραφική μου αναφέρομαι συνειδητά στη ματιά του, στο χρώμα του, στην αίσθηση του φωτός. Ευτυχώς για πολλά χρόνια ζούσα στην Αγγλία, μακριά από τις εμμονές του σιναφιού μας, που, όσο εύκολα σε ανεβάζει στο θρόνο, το ίδιο εύκολα σε κατακεραυνώνει και σε στέλνει στο πυρ το εξώτερο. Θυμάμαι σε μια επίσκεψη μου στην Ελλάδα, πήγα στο Ηρώδειο και κάθισα στη δεύτερη σειρά. Συμπτωματικά στα πόδια μου μπροστά καθόταν ο Τσαρούχης και με ρώτησε αν μπορούσε να ακουμπάει την πλάτη του στα γόνατα μου και αν με πειράζει αυτό, γιατί την περίοδο εκείνη ο τύπος τον καθύβριζε για μια υπόθεση κλεμμένων εικόνων. Αυτό το ακούμπισμα ήταν απίστευτα κουραστικό, πόναγε και η μέση μου, αλλά άντεξα φυσικά. Δεν πίστευα τα μάτια μου, τον τρόπο που διάφοροι επώνυμοι αποφεύγανε να κοιτάνε τον Τσαρούχη. Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, αντί να παρακολουθώ το έργο, σκεφτόμουνα το Μόραλη και τον Τσαρούχη. Μια απίστευτη συμπίεση χρόνου και μια πνευματική εγρήγορση με έκανε να μη νοιώθω την κούραση στα γόνατα και στη μέση μου. Δε θυμάμαι κατά λέξη τις σκέψεις μου αλλά το νόημα ήταν η αλληλοσυμπλήρωση των δυο: ο ένας είναι μοντέρνος κι ο άλλος είναι Έλληνας… όχι κανένας δεν είναι Έλληνας είναι κι οι δυο μοντέρνοι… όχι δεν είναι μοντέρνοι, γιατί μοντέρνος σημαίνει μοδάτος, είναι σύγχρονοι… σύγχρονη τέχνη όμως είναι ο Bacon… όχι δεν είναι μόνο αυτός, είμαι κι εγώ… η πινελιά του Μόραλη δεσπόζει στα μάτια μου, γιατί ξεχωρίζει τόσο… η πινελιά του Τσαρούχη εξυπηρετεί κάτι, ενώ του Μόραλη είναι καθαρή… και γιατί τους συγκρίνω;

Κάποια στιγμή γύρισε ο Τσαρούχης και είδε τα μάτια μου βουρκωμένα, δε θα ξεχάσω αυτή τη ματιά, τόσο πλούσια και τόσο όμορφη… Έλεγαν τα μάτια του:

ότι ο κάθε ένας μας είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος·

ότι ο Μόραλης είναι το άλλο του μισό·

ότι είμαι τυχερός που κούρασα τα γόνατα·

ότι η σύγχρονη τέχνη δεν έχει όρια·

ότι η αγάπη για την εργασία μας είναι το μόνο που μετράει·

ότι δεν χρειάζονται Ερμηνείες από άλλους·

ότι αναγκαστικά είμαστε οι θεωρητικοί του εαυτού μας.

Ο Μόραλης κι ο Τσαρούχης, δυο τόσο διαφορετικοί άνθρωποι και στο ποιοτικό επίπεδο τόσο όμοιοι. Έλεγε ο Τσαρούχης: «… Αν ξαναζούσα, δε θα γινόμουνα ζωγράφος, δε θα σπαταλούσα τόσα χρόνια στα μπαρ και στις κοσμικές συνάξεις, προσδοκώντας να με εκτιμήσουν άνθρωποι που εγώ δεν εκτιμούσα καθόλου, κι όλο αυτό για τα χρήματα …» Πόσο διαφορετικός από τον φαινομενικά κοσμοπολίτη Μόραλη, έναν παράξενο κοσμοπολίτη, που παρέμεινε χαμηλόφωνος, ταπεινός στις εκφράσεις του, ζώντας το δικό του μαρτύριο σιωπηλά…

Όταν ξενάγησα έναν φίλο μου στο εργαστήριο του Μόραλη και είδαμε όλη του τη δουλειά, το σχόλιό του, όταν βγήκαμε στο δρόμο, ήταν: Καλά, με τόση επιτυχία στα ρεαλιστικά του έργα και ποτέ δεν ξαναγύρισε σ’ αυτά… Πώς γίνεται;

Και σήμερα που γράφω αυτές τις γραμμές, δε ξέρω πώς γίνεται.

Πώς μπορούσε να καταπιαστεί με ζητήματα του φορμαλισμού μετά από τη γλύκα των ερωτικών του έργων…

Δεν ξέρω αν κληρονόμησα κάτι άλλο από το Μόραλη και τον Τσαρούχη, μάλλον όμως κάποια σχέση μαζί τους έχει η ευκολία μου να αλλάζω και να μην κολλάω σε κάτι.

Καλή σου ώρα, δάσκαλε.

Με έμαθες να πιστεύω στον εαυτό μου.

Με έμαθες να σχεδιάζω.

Με έμαθες να μη φοβάμαι να αλλάζω.

Με έμαθες να μην επιδιώκω “στυλ”.

Πάντα μαθητής σου,

Κυριάκος Κατζουράκης

ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΑΤΟΥ ΦΥΛΛΟΥ

ΑΡΧΕΙΟ

ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ

  • 118.391 hits