Gustav Klimt, Το δέντρο τής ζωής

Gustav Klimt, Το δέντρο τής ζωής

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στο κέντρο των αναζητήσεων μεγάλου μέρους της πληττόμενης από τα νεοφιλελεύθερα, μνημονιακά μέτρα κοινωνίας, που βλέπει να καταρρέουν οι όποιες ελπίδες ή ανοχές υπήρξαν μετά τη δόση του Δεκεμβρίου, η οποία προπαγανδίστηκε καταιγιστικά από την εσωτερική κυβερνητική τρόικα και τους συνεταίρους του διαπλεκόμενου μηντιακού συστήματος. Αυτή η αναζωπύρωση των προσδοκιών προς το ΣΥΡΙΖΑ θεωρείται από τμήματα της κοινωνίας και δυνάμεις της αριστεράς ως ευκαιρία για την “επιτάχυνση” των πολιτικών εξελίξεων. Έτσι προβάλλονται επιχειρήματα και διατυπώνονται προτροπές, σαν τα παρακάτω:

«Τι συζητάμε για λεπτομέρειες της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, το ζήτημα είναι να συζητήσουμε για τα κεντρικά (από εκεί εξαρτώνται και οι λεπτομέρειες) και να μη γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΑΣΟΚ».

«Ποτέ να μην πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση, αν είναι να στρογγυλέψει τις θέσεις του. Να κρατήσει ένα 20%, να εδραιωθεί και, όταν είναι έτοιμος και το επιτρέψουν οι συνθήκες, κάνει το πέταγμα».

«Τι κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας συζητάμε, κυβέρνηση αριστεράς πρέπει να λέμε, εκεί είναι το θέμα».

Ας δούμε, κάπως συνοπτικά, αναγκαστικά λόγω χώρου, αυτά τα επιχειρήματα.

Να συζητάμε για τα κεντρικά’’

Δηλαδή, κατά τους φορείς αυτών των απόψεων, αφήνουμε ή υποτιμάμε συντριπτικά το πώς εκδηλώνονται σε τοπικό ή κλαδικό επίπεδο οι συνέπειες της κεντρικής (νεοφιλελεύθερης, μνημονιακής) πολιτικής και ασχολούμαστε αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά με την πολιτική και προγραμματική αντιπαράθεση, για τη γενική πολιτική της χώρας. Αυτό, από πρώτη ματιά, φαίνεται εύκολο και αποδοτικό, μάλιστα μας απαλλάσσει και από την ευθύνη για πολιτική γραμμή στο χώρο μας και βέβαια και από τη συμμετοχή μας στην επεξεργασία και τη συνδιαμόρφωση με άλλες δυνάμεις και την κοινωνία των απαντήσεων –για τα θέματα της πόλης, της επιδείνωσης των προϋποθέσεων πρόσβασης όλο και περισσότερων στην υγεία, στην παιδεία, στην πρόνοια, στο ηλεκτρικό ρεύμα.

Η γραμμή της προνομιακής ενασχόλησης με τα κεντρικά, όταν υποτιμά και παραλείπει το καθήκον της άρθρωσης συγκεκριμένου πολιτικού λόγου και της έμπρακτης ανάληψης δράσεων, καταλήγει σε μια ανέξοδη πολιτική γενικολογία και μάλλον καλλιεργεί – υποτάσσεται, σε μια καθιερωμένη έτσι και αλλιώς πολιτική αντίληψη ανάθεσης (τώρα στο ΣΥΡΙΖΑ).

Αντίθετα, η ενασχόληση –στο πλαίσιο της γενικής μας πολιτικής– με τα τοπικά κινήματα, δημιουργεί χώρους δημοκρατίας και συμμετοχής, ανοίγει πεδία δραστηριοποίησης των ριζοσπαστικοποιούμενων κοινωνικών δυνάμεων, εδραιώνει σχέσης συνεργασίας και εκτίμησης ευρύτερα με την κοινωνία, δημιουργεί δρόμους πολιτικοποίησης και ένταξης στο κίνημα.

Ασφαλώς θα μιλήσουμε και θα αναδείξουμε τη γενική πολιτική μας πρόταση, για ρήξη με την τρόικα, τα μνημόνια, για την κυβέρνηση της Αριστεράς. Η γενική πολιτική θέση, όμως, πρέπει να υποστηρίζεται και να συγκεκριμενοποιείται από άμεσες, εμπράγματες πρωτοβουλίες: αντίστασης, θέσεων και κοινωνικής αλληλεγγύης, στην κλίμακα που όλοι μπορούν να συμμετέχουν. Και αυτό, όταν η κεντρική πολιτική μας γραμμή, δεν είναι το αδύνατο σημείο της πολιτικής μας, αλλά το ισχυρό, που αντιμετωπίζει με ταξική, διεθνιστική θέση το ζήτημα της σύγκρουσης με τις κυρίαρχες δυνάμεις σε Ελλάδα και Ευρώπη, θέτοντας στόχους ανατροπής του νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος και πρόταξης των συμφερόντων των εργαζομένων, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά σε ευρύτερο πλαίσιο. Η άλλη άποψη της αποχώρησης πριν τη μάχη –υποτιμώντας τους όρους δημιουργίας κινήματος και γιγάντωσης της ευρύτερης αλληλεγγύης, πρώτα απ’ όλα στο νότο της Ευρώπης, αλληλεγγύης με δυναμική ευρύτερων ρήξεων–, παρά το συγκρουσιακό βερμπαλισμό, δημιουργεί συνθήκες απομόνωσης του κινήματος ανατροπής, σε κάθε χώρα, δημιουργεί όρους ιδεολογικού και πολιτικού αποπροσανατολισμού του και ένταξης των προταγμάτων σε “εθνικούς” νομισματικούς ανταγωνισμούς μέσω των υποτιμήσεων, σαν λύση παραγωγικής ανασυγκρότησης και εξόδου από την κρίση.

Ας ανατρέξουμε στη διακήρυξη της Συνδιάκεψης (Δεκ. 2012) του ΣΥΡΙΖΑ, σε ό,τι αφορά τα ζητήματα της διαπραγμάτευσης:«… Ενδέχεται να διατυπωθούν κατά τη διαπραγμάτευση απειλές, ίσως και εκβιασμοί, περί διακοπής της χρηματοδότησης, περί εξόδου από το ευρώ, ίσως και άλλα. Αλλά, όπως ήθελε να συμπυκνώσει το σύνθημα που χρησιμοποιήσαμε “καμιά θυσία για το ευρώ”, απόλυτη προτεραιότητα για μάς είναι η αποτροπή της ανθρωπιστικής καταστροφής και η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και όχι η υπαγωγή σε υποχρεώσεις, που άλλοι ανέλαβαν, υποθηκεύοντας τη χώρα.Κατά συνέπεια, δεσμευόμαστε ότι θα αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο τε﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽υπυκνσι στα οποία δες διαθςςτττέτοιων απειλών ή εκβιασμών με ν με ﷽﷽﷽﷽﷽διαθόλα ανεξαιρέτως τα όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε ενώ είμαστε ήδη έτοιμοι να αναμετρηθούμε ακόμη και με τη χειρότερη έκβαση. Είμαστε βέβαιοι ότι σε μια τέτοια απευκταία περίπτωση ο ελληνικός λαός θα μας στηρίξει ανεπιφύλακτα».

Να μη γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΑΣΟΚ’’

Δύσκολο, ιστορικά ανέφικτο, ακόμη και αν το ήθελε. Η κρίση και η συνακόλουθη καταστροφή των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, δεν αφήνει περιθώρια για πολιτικές που εξαγοράζουν τη συναίνεση των εργαζόμενων τάξεων μέσω παροχών και δανείων. Το σύστημα έχει αποφασίσει να τελειώνει με το κοινωνικό συμβόλαιο, προτάσσει το λευκό κινέζο εργαζόμενο, τις Ειδικές Οικονομικές Ζώνες (εργασιακής σκλαβιάς), τις ιδιωτικοποιήσεις, τον αποκλειστικό ρόλο στην “παραγωγή πλούτου” στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, την “κάλυψη” των κοινωνικών αναγκών, για όσους “θα δύνανται”, από τον ιδιωτικό τομέα.

Η άλλη λύση, του ΣΥΡΙΖΑ, μιλάει και καλεί σε κοινωνική δράση, για σταμάτημα εδώ της καταστροφής, για ενταφιασμό των μνημονίων, για λύση ευρωπαϊκή (γιατί δεν αφορά μόνο το “δικό μας έθνος”), λύση στο ζήτημα του χρέους και της ανάπτυξης, για παραγωγική ανασυγκρότηση, με κοινωνικό και οικολογικό πρόσημο, για την οικονομία των κοινωνικών αναγκών, για νέες μορφές συλλογικής οργάνωσης της παραγωγής, της διανομής και της κατανάλωσης.

Να κρατήσουμε ένα ποσοστό 20%’’

Εδώ αυτή η άποψη, στην αγωνία βέβαια της μη ενσωμάτωσης, ξεχνάει ότι κανένα ποσοστό δεν έχουμε στο χέρι, στο τσεπάκι μας. Η εμπειρία του τελευταίου χρόνου έπρεπε να μας είχε διδάξει ότι “εκτοξευθήκαμε” από το 4% στο 27%, επειδή προβάλαμε ως δύναμη έξω από το κάδρο της φθοράς και της διαπλοκής, για την ανυποχώρητη πολιτική και κινηματική μας δράση, αλλά και επειδή προβάλαμε και εργαζόμαστε για άλλη διακυβέρνηση, με αποφασιστικό κυβερνητικό ρόλο στην αριστερά. Μια υποχώρηση από αυτό το στόχο μπορεί να προσγειώσει τη ριζοσπαστική αριστερά όχι στο ισχυρό 20%, αλλά κάπου εκεί κοντά στο 4%, που κινούμαστε επί χρόνια.

Μάλλον για την αριστερά δεν υπάρχει άλλος ρόλος, η κοινωνία δε μας το επιτρέπει: Ή θα ανταποκριθούμε στις προσδοκίες που δημιουργήσαμε ή θα προσγειωθούμε απότομα σε γνώριμες περιοχές, και το κενό εξουσίας –διεκδικούμενο από πολλούς– είναι πιθανό να τροφοδοτήσει μια νέα εκτίναξη της όλο και πιο απροκάλυπτα επιθετικής ακροδεξιάς.

Τι κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας και λαϊκής ενότητας, κυβέρνηση Αριστεράς”

Μάλιστα, κυβέρνηση της Αριστεράς, με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ. Τι αποστολή θα έχει αυτή η κυβέρνηση, αν όχι να αναστρέψει την καταστροφή, να σταματήσει την ανθρωπιστική κρίση με τη λήψη άμεσων μέτρων σωτηρίας για την κοινωνία; Αλλά και γιατί όχι της πιο πλατιάς “λαϊκής ενότητας”, για τη “σωτηρία της κοινωνίας”; θέλουμε να προχωρήσουμε μόνοι μας; Μένουμε αδιάφοροι στη δυνατότητα να κάνουμε πιο πλατύ το μέτωπο και να ενταχθούν σ’ αυτό και άλλοι, έστω ασταθείς και προσωρινοί, σύμμαχοι; Να πάμε μόνο με το ΚΚΕ ή και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ∙ κι αν δεν πείθονται; Αλλά, αν η κοινωνική βάση της αριστεράς συσπειρώνεται στο στόχο για τη διεκδίκηση της αριστερής διακυβέρνησης, αυτό δεν είναι ένα ισχυρό μήνυμα, που δεν μπορούν “ατιμώρητα” να αγνοούν (όπως στις εκλογές του περασμένου Ιουνίου) και οι ηγεσίες; Αφού η ζωή είναι δυναμική και η ταξική πάλη μπορεί να αναδιαμορφώνει τους πολιτικούς συσχετισμούς, γιατί θέλουμε να “φυλακίσουμε” από τώρα και με λεπτομερή σχέδια γραφείου, τη δυναμική των εξελίξεων;

Η ιστορία μας χτυπάει την πόρτα”

Ανη ιστορία μας χτυπάει την πόρτα, μάλλον δεν το κάνει τυχαία· κι αυτό, όταν το θυμόμαστε, δεν το κάνουμε από αυταρέσκεια και έπαρση, αλλά επειδή μας δείχνει το δρόμο στον οποίο πρέπει να επιμείνουμε.

Γιατί, μέσα από τις αντιφάσεις μας, ξεπερνώντας τα όριά μας και διαμορφώνοντας συγκεκριμένη ταυτότητα, συναντηθήκαμε με τις ανάγκες της κοινωνίας και τα προτάγματα της πολιτικής συγκυρίας.

Γιατί δεν υποταχθήκαμε στις σειρήνες του κυβερνητισμού από τη μια και της αριστερής αυτοαναφορικότητας και του σεχταρισμού από την άλλη.

Γιατί προτάξαμε την ανάγκη και εργαστήκαμε για το αυτόνομο πολιτικό σχέδιο της ριζοσπαστικής αριστεράς, με βάση τις ανάγκες των πολλών.

Γιατί κατευθύναμε τις δυνάμεις στην ενότητα της αριστεράς και κάναμε πρακτικά βήματα προς αυτήν, που ενέπνεαν κι άλλους να κάνουν τα δικά τους βήματα.

Γιατί ενώνοντας τις δυνάμεις μας αποκτήσαμε αυτοπεποίθηση, κοιτάξαμε τις ανάγκες της κοινωνίας και μιλάμε πολιτικά με όρους κοινωνίας.

Γιατί μιλήσαμε για την αριστερή κυβέρνηση, μαζί με το λαό.

Γιατί δημιουργήσαμε προσδοκίες, πέρα από τα όρια της χώρας.

Γιατί δεν υποταχθήκαμε στην εθνική αναδίπλωση, είδαμε την υπερεθνική διάσταση της κρίσης, χτίσαμε και δημιουργούμε σχέσεις συνεργασίας με ριζοσπαστικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη και στον κόσμο.

Γιατί θεωρούμε ότι τα σημαντικά, οι αδήριτες κοινωνικές ανάγκες, βρίσκονται μπροστά μας και οφείλουμε, οι δυνάμεις της αριστεράς, να ανταποκριθούμε με αλληλέγγυα ευθύνη.

Ηλίας Χάιδας