Οι αρδεύσεις στην Πρέβεζα και το Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο

Του Γιάννη Ρέντζου

 Με την αναστάτωση που προκλήθηκε από το “σχέδιο Αθηνά”, για την ανασυγκρότηση των ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ήρθε στην επιφάνεια μια παλιότερη ιδέα εκπαιδευτικής αναδιοργάνωσης. Σε όρους του “σχεδίου Αθηνά”, αυτή η ιδέα παρουσιάστηκε ως “ομοσπονδιακού τύπου πανεπιστήμιο”, με την επωνυμία “Αδαμάντιος Κοραής”. Το παλιότερο πρότυπο, που είχε προταθεί με το ίδιο περιεχόμενο, στο γύρισμα της δεκαετίας 1970/1980, είχε το όνομα “Αττικό Πανεπιστήμιο”. Και οι δύο αυτές κινήσεις πανεπιστημιακής μεταρρύθμισης (αν θέλουμε να δούμε το ζήτημα θετικά) πρόβλεπαν την όποια, διοικητική ή ακαδημαϊκή, συνένωση των παραδοσιακών πανεπιστημιακών φορέων, που είναι οι άλλοτε σχολές με έδρα την ελληνική πρωτεύουσα, γνωστές πια ως σοβαρά ελληνικά πανεπιστήμια, δηλαδή το Γεωπονικό, το Οικονομικό, το Πάντειο, το Πανεπιστήμιο Πειραιά και το Χαροκόπειο. Το αν είναι “πανεπιστήμια” είναι άλλο ζήτημα.

M. C. Escher, Σχετικότητα

M. C. Escher, Σχετικότητα

Το ιδεώδες θα ήταν βέβαια να στηθεί, έστω και με φειδωλή διαχείριση, μια πανεπιστημιακή δομή που θα άνοιγε το δρόμο επιστημονικής συνεργασίας σύμφωνα με ένα πρότυπο διαλεκτικής ανασυγκρότησης της έρευνας και της διδασκαλίας. Ήδη από την εποχή της πρώτης προσπάθειας συνένωσης με το “Αττικό Πανεπιστήμιο” αναδύονταν τα ιδεώδη της “διεπιστημονικότητας”. Μια συνένωση “μονο-επιστημονικών” ιδρυμάτων −τότε στο Αττικό Πανεπιστήμιο και τώρα στο Ομοσπονδιακό− θα μπορούσε να οδηγήσει, έστω και πειραματικά, από μια “πολυκλαδικότητα” με ανεξάρτητες μονοκλαδικές σχολές, έδρες και ιεραρχίες σε μια διακλαδικότητα σε διαλεκτική συνεργασία.

Μια τέτοια σκέψη μπορεί να αποτελέσει πυρήνα μαρξιστικής τριτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας παιδαγωγικής. Άλλωστε παραμένει πρότυπο στην κατεύθυνση αυτή το μνημειώδες πρώτο μάθημα του Πουλαντζά στην Πάντειο, όταν είχε έρθει ως επισκέπτης καθηγητής. Ομολογούσε τότε (βλ. περιοδικό Κάπα, 19/30 Οκτωβρίου 1987) πως, όπως το διατύπωσε σεμνά, μολονότι δίδασκε επί χρόνια σε μια έδρα κοινωνιολογίας, δεν είχε καταφέρει ακόμα να μάθει τι είναι κοινωνιολογία. Γιατί; Επειδή η επίσημη κοινωνιολογία “των αστών” το κρύβει. Ενώ μιλάει ακατάπαυστα για κοινωνικές τάξεις και κοινωνικές συγκρούσεις, αποφεύγει να ονοματίσει κάτι που βρίσκεται πάνω και πίσω από όλα και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο, κατά τον Πουλαντζά, από την πάλη των τάξεων.

Το άρθρο του Πουλαντζά τιτλοφορείται “Η κατάτμηση και η ενότητα των κοινωνικών επιστημών” και υπονοεί πως πρέπει να αναζητηθεί διαλεκτικά η διεπιστημονική ενότητα των ποικίλων κλάδων σε βάρος των ιεραρχιών και των εδρών, αλλά προς χάρη της όποιας βαθύτερης υλιστικής κοινωνικής αλήθειας. Αν υπάρχει. Για παράδειγμα: Μπορεί το νερό που πίνουμε, δηλαδή τα πετρώματα και τα χώματα του φυσικού μας χώρου να μας επηρεάζουν στις ιδεολογικές μας ροπές και στις πολιτικές μας επιλογές; Μπορούν δηλαδή, για παράδειγμα, τα ασβεστολιθικά πετρώματα να οδηγούν την καρδιά μας στα αριστερά, ενώ τα γρανιτικά να γυρίζουν το μυαλό μας στα δεξιά; Τι είναι αυτό το περίφημο “Δασκάλους βγάζει ή άσβεστος, παπάδες ο γρανίτης”, όπως ακριβώς ειπώθηκε κάποτε; Πώς θα το ερευνήσουμε αυτό; Σε ποιον επιστημονικό κλάδο ανήκει; Στην πολιτική και εκλογική γεωγραφία; Στη γεωλογία; Στην υδρολογία; Στη γεωργική χημεία; Στη νευρολογία – ψυχολογία ή στην κοινωνιολογία;

Πώς λοιπόν θα μελετήσουμε τους όποιους μηχανισμούς φυσικής αιτιοκρατίας (και γεωγραφικού ντετερμινισμού, όπως λέγεται) μέσα σε μια κοινωνία; Μπορεί το νερό που πίνουμε να μας “καθοδηγήσει”; Μπορεί η ραχούλα του βουνού, όπου βρίσκεται το χωριό μας, να μας ρίξει στο δικομματισμό; Και, αν είναι έτσι, ποιο είναι το καθήκον διαφώτισης που έχει ο αριστερός επιστήμονας; Αυτά τα περί γεωλογίας και νερού, που αλλάζει τους ανθρώπους, τα χαρτογράφησε με μεγάλη ακρίβεια και τα “απέδειξε”, πριν ακριβώς εκατό χρόνια (1913), ο γάλλος γεωγράφος, ιστορικός και κοινωνιολόγος Αντρέ Ζίγκφριντ. Απλά μελέτησε την εκλογική συμπεριφορά ενός γαλλικού νομού, με αποτέλεσμα, βέβαια, σε πρώτη φάση, να αντιμετωπιστεί χωρίς σοβαρότητα, παρά με ειρωνεία.

Η μελέτη του όμως ήταν ξεκάθαρη. Στα μέρη με ασβεστολιθικά πετρώματα, οι αγρότες κοινωνικοποιούνταν και ψήφιζαν κεντροαριστερά ενώ στα μέρη με γρανιτικά πετρώματα ο κόσμος χαρακτηριζόταν από την περηφάνια του συμφεροντολόγου δεξιού χωριάτη. Γιατί; Τα πράγματα ήταν απλά. Μόνο που η ερμηνεία απαιτούσε μια διαλεκτική διεπιστημονική εμβάθυνση. Στα μέρη του ασβέστη, όπου υπήρχαν δυσκολίες ανοίγματος ιδιωτικού φρέατος, η κοινωνική συνεργασία για κανάλια και αρδευτικά έργα ήταν απαραίτητη. Αυτό διαμόρφωνε δημοκρατικές αριστερές συνειδήσεις, που το γαλλικό ρητό τις βάζει να εκπροσωπούνται από το δάσκαλο. Στα μέρη του γρανίτη, όπου διευκολυνόταν η ανεξάρτητη “αρίδα” γεώτρησης στο ιδιωτικό κτήμα, το κοντόθωρο εγωτικό συμφέρον ενισχυόταν. Ο αγρότης έμενε μόνος, και “χάρη στη βοήθεια του θεού”, δεν χρειαζόταν συνεργατικούς συμβιβασμούς. Τι άλλο από δεξιά συμπεριφορά είναι αυτό; Που, άλλωστε, εκδηλωνόταν και στις κάλπες.

Αντί για επιμύθιο. Τα πράγματα αυτά δεν είναι για την ιστορία μόνο και για την αξία της διεπιστημονικής διαλεκτικής ανάλυσης. Η λειψυδρία της περιοχής της πόλης μας, μιας περιοχής στο πολυυδρότερο διαμέρισμα της χώρας μας, την Ήπειρο, πρέπει να μας συνεγείρει. Υπάρχουν βέβαια ειδικοί που πρέπει να μιλήσουν γι’ αυτά και να μας κατευθύνουν. Ο Δήμος και μάλιστα η πόλη, αποτελούν γεωργική περιφέρεια. Εκεί που ιδιωτικοποιούμε συνέχεια τα εδάφη μας με προοπτική επέκτασης του σχεδίου πόλεως και πολυκατοικιοποίηση, πρέπει να κοινωνικοποιήσουμε άξονες και διαδρομές υδατικών καναλιών για άμεση χρήση νερού και ενθάρρυνση της αγροτικής δραστηριότητας. Αυτά δεν πρέπει να τα περιμένουμε από το κράτος του δικομματισμού αλλά να μπουν σε ένα αγωνιστικό πρόγραμμα κοινωνικής διαφώτισης.